Γράφει ο Α. Γ. Κουκουλάς
Αφορμή γιαυτό το σημείωμα, αποτέλεσε η σειρά πρωτοσέλιδων δημοσιευμάτων σχετικών με συμπεριφορά έλληνα ιεράρχη.
Δεν είναι η πρώτη φορά, όπου παρόμοιες υποθέσεις συνοδευόμενες από «φλου» φωτογραφικό υλικό, φιλοξενούνται σε διάφορα έντυπα κατά «περίεργο» τρόπο, όταν υφίστανται ζητήματα διαδοχής επισκοπικών θρόνων ή διαφορών μεταξύ ιεραρχών (αλλά και ιεραρχών μετά δημοσιογράφων ή συνεργατών ιεραρχών).
Οφείλω να σημειώσω πάντως, ότι τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα αποδίδονται στις προηγούμενες διαφορές.
Δεκάδες οι «εκδηλώσεις» σε ανάλογες γενικώς περιπτώσεις. Σελίδες γεμάτες χολή και υποκρισία κατά των θυμάτων εκείνων των καταστάσεων, από Κήνσορες των δημοσίων πραγμάτων με ανομολόγητες επιδιώξεις.
Αφορισμοί και κατάρες από εσμό νεομαινάδων. Διαπόμπευση και δημόσια εκτέλεση από γιγαντομάχους της ηθικής. Όχι από ιχνηλάτες της αλήθειας, αλλά από κωπηλάτες στα κάτεργα των πλοίων της διχασμένης προσωπικότητας, της διαταραγμένης σκέψης και συνείδησης, της επιλεκτικής ευαισθησίας, αλλά…και της βλακείας.
Ενδεικτική η τελευταία των μελών της συνομοταξίας των λακέδων της διατεταγμένης υπηρεσίας και αυτό, γιατί στην αιθαλομίχλη των σκέψεών τους, δεν υπολογίζουν το λαό και την καλή μαρτυρία του.
Χειρότερα τα πράγματα, όταν – και όπου απαντάται- κιτρινοφυλλάδες της συμφοράς με δήθεν ρεπορτάζ, εκπόρνευσης όμως της αληθείας των πραγμάτων από επίδοξους εραστές βρώμικων επιδιώξεων, επιστρατεύονται για να δώσουν στο λαό τη γνωστή συνταγή «αίμα, σπέρμα, ψέμα» προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος. Κατ΄αρχήν το σούσουρο. Η κατατρομοκράτηση μετά, ο εκβιασμός, ο εξευτελισμός.
Σκοπό τον οποίο κλασαυχενιζόμενοι εξυπηρετούν, ως άξιοι αθλητές της σιελόρροιας.
Δε σημαίνουν τα προηγούμενα αποχή από το δημόσιο έλεγχο και τη δημόσια καταγγελία υπαρκτών σκανδάλων δημοσίων προσώπων. Σκανδάλων βασισμένων σε ικανά στοιχεία όμως, μη επιδεχόμενα ούτε καν υπόνοια αμφισβήτησης ή αμφιβολίας.
Ούτε βεβαίως άφεση αμαρτιών.
Πολύ περισσότερο, εάν πρόκειται περί προσώπων ασκούντων λειτούργημα, όπου ο έντιμος και αμόλυντος «από πάσης αμαρτίας» βίος, συνιστά προϋπόθεση άσκησης εκείνου του υψηλού λειτουργήματος, αλλά και περαιτέρω στάση ζωής και υπόδειγμα.
Αναφέρομαι σε ιερωμένους οποιουδήποτε βαθμού, οι οποίοι μιας αμοιβής, ενός βραβείου δικαιούνται, πλην της αναγνώρισης του ποιμαντικού και κοινωνικού τους έργου.
Του βραβείου του ανεπιλήπτου βίου. Ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Και …δικαία η αμοιβή αυτών.
Εάν, όμως τα ζητήματα καθοδηγούνται και οδηγούνται σε κατασκευασμένες καταστάσεις, τότε ο πέλεκυς της δικαιοσύνης κατ΄εκείνων των απερίγραπτα αθλίων, πρέπει να είναι πολύ βαρύς. Αλλά και η παράδοσή τους στην κοινή περιφρόνηση ως δολιοφθορέων της πίστεως, του έργου της εκκλησίας και των ανθρώπων της, θα αποτελούσε ελάχιστο μέτρο παραδειγματισμού, προς αποφυγή επαναλήψεως παρομοίων φαινομένων.
Επί του ειδικότερου ζητήματος τώρα.
Αδιαφορώ κατ΄αρχήν για την ταυτότητα των εμπλεκομένων. Πρωτίστως με ενδιαφέρει η αλήθεια, αν και η επισήμανση των δημοσιευμάτων, ότι πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ ιεραρχών, δημιουργεί απ΄αρχής έντονες αμφιβολίες περί αυτής, ενισχυομένων από την ανωνυμία που περιβάλλει τα κείμενα.
Πρώτα απ΄όλα λοιπόν, η αναζήτηση της αλήθειας. Δικαίωση ή ευθύνες και κάθε άλλος καταλογισμός, θεωρούνται παρεπόμενα.
Πομπώδεις τώρα οι εκφράσεις των δημοσιευμάτων. Ηχηρές δηλώσεις περί κατοχής του αποδεικτικού υλικού, χωρίς όμως καμία πιστοποίηση της γνησιότητάς του. ΄Οροι παράδοσης και παραλαβής από την ΔΙΣ, επί παρουσία ΜΜΕ, συμβολαιογράφων και νομικών παραστατών. Προβολή του DVD ενώπιον εκείνων, συγκροτούντων προφανώς, λαϊκό δικαστήριο.
Αλλά όλα αυτά στην κοινή αντίληψη δεν σημαίνουν τίποτε άλλο, παρά καραμπινάτη υπεκφυγή. Κεφάλαιο της επαίσχυντης μεθόδου «χτυπάμε και φεύγουμε».
Αυτά όμως δεν οδηγούν στο φως, στην αλήθεια την οποία οφείλουν να αποκαλύψουν οι αρχάγγελοι της κάθαρσης –με διευθύνσεις και ονόματα, όπως λέγεται- εάν δεν θέλουν να κατηγορηθούν ως δολοφόνοι με τα λασποπίστολα.
Εάν διαθέτουν λεβεντιά, αυτό οφείλουν να πράξουν. Και εάν, επιθυμούν να αποδείξουν ότι ασκούν το λειτούργημά τους με σοβαρότητα και ευθύνη κινούμενοι στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αυτό επιβάλλεται να κάνουν.
Την αλήθεια λοιπόν αναζητώ.
Αναρωτιέμαι τι πιο απλό και τι πλέον αποτελεσματικό:
Ο λάβρος συντάκτης, ο δημόσιος κατήγορος εκείνης της πράξεως, αφού προκλήθηκε και προσκλήθηκε από την ΔΙΣ να παραδώσει το επίμαχο DVD και αρνήθηκε, όφειλε να στραφεί προς τον αρμόδιο εισαγγελέα. Εκτός εάν δεν περιβάλλει και αυτόν με εμπιστοσύνη.
Στον εισαγγελέα λοιπόν, θα έπρεπε να καταθέσει μηνυτήρια αναφορά κατά του συγκεκριμένου προσώπου, συνοδεύοντας αυτήν με το εις χείρας του αποδεικτικό υλικό, θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της δικαιοσύνης.
Δεν το έπραξε. Συνεπώς, «κλώσα» επί των ωών βδελυρών πράξεων κατά τον ποινικό Κώδικα, με το τεκμήριο της αθωότητας να παραμένει αλώβητο, ισχυρό και απρόσβλητο.
Τι απέμεινε όμως μέχρι τώρα;
Το σπέρμα της γνωστής τριλογίας να βλαστάνει στο θερμοκήπιο της λάσπης και της συκοφαντίας. Της διασποράς ψευδών ειδήσεων και της κακοβουλίας.
Τι απέμεινε όμως μέχρι τώρα;
Θεσμοί να ευτελίζονται, συνειδήσεις να καταρακώνονται, η τιμή και η υπόληψη να προσβάλλονται βάναυσα, αγώνες πνευματικοί να σταυρώνονται, έργα να λοιδορούνται, θυσίες να περιθωριοποιούνται και το πνευματικό και κοινωνικό έργο της εκκλησίας και των ανθρώπων της, αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε, να δοκιμάζεται.
Και ακόμη, ιερωμένοι που τίμησαν και τιμούν τα ράσα που φορούν να παραδίδονται στην πυρά, καταγράφοντας βασανιστικές σελίδες στο προσωπικό τους μαρτυρολόγιο, με τους πιστούς να σκανδαλίζονται, τις ψυχές τους να δηλητηριάζονται, με την ασέβεια να γιγαντώνεται και την απαξία να καταλαμβάνει το σύνολο της δοκιμαζόμενης εκκλησίας.
Η φρίκη σε όλο της το μεγαλείο.
Παρανομαστής όλων αυτών, αφού ουδέν προσκομίστηκε, η προστυχιά. Η προστυχιά των ηθικών αυτουργών και των συνεργών τους. Πράξη που συνδέεται με την προσβολή των χρηστών ηθών.
Περί εκείνων επαρκής λόγος γίνεται τόσο στο Σύνταγμα (άρθρο 5), όσο και στις διατάξεις του ποινικού και αστικού Κώδικα, χωρίς να εξαιρείται ασφαλώς και ο περί Τύπου νόμος.