Στο παραδοσιακό Λεωνίδιο αναβιώνει ένα από τα μοναδικά και πλέον φαντασμαγορικά αναστάσιμα έθιμα της Ελλάδος.
Η περίοδος της Λαμπρής στο Λεωνίδιο, όπως σ’ όλο τον ορθόδοξο κόσμο, ξεκινάει από τους Α΄ Χαιρετισμούς και τελειώνει με τη γιορτή της Αγάπης το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα.
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο με το τέλος των ακολουθιών (νυχτιών) βγαίνει από τα παιδιά της κάθε ενορίας ένας δίσκος υπέρ των αεροστάτων. Οι πιτσιρικάδες χαλούν τον κόσμο για να πείσουν τους μεγαλύτερους να ρίξουν στους δίσκους όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα, για να αγοράσουν κατόπιν αυτοί περισσότερες κόλλες, να φτιάξουν περισσότερα αερόστατα, να έλθει πρώτη η ενορία τους μετά τον απολογισμό της ρίψεως των αεροστάτων.
Η νύχτα της Αναστάσεως στο Λεωνίδιο είναι η νύχτα των αεροστάτων. Με το Χριστός Ανέστη από τις πέντε ενορίες παίρνουν φωτιά οι κολλημάρες των αεροστάτων, οι ποτισμένες με λάδι και πετρέλαιο, πληρούν με ζεστό αέρα (που είναι ελαφρότερος) τα αερόστατα και με ένα τεχνικό στρίψιμο τα ωθούν προς τα πάνω απελευθερώνοντάς τα, αυτά ανεβαίνουν στα μεσούρανα και για 30-40 λεπτά κατακλύζουν τον ουρανό, προσθέτοντας 500-600 αστέρια σε αυτά της ανοιξιάτικης γλυκιάς αναστάσιμης νύχτας, ώσπου να χαθούν στη Γαλιώρα, στη θάλασσα ή στο δασάκι του μπαρμπα-Σαράντου του Κόκκινου στους Τρεις Μύλους.
Το θέαμα είναι μοναδικό όταν καίγεται κάποιο αερόστατο από υπερβολικά μεγάλη κολλημάρα ή από πολύ πετρέλαιο ή ακόμη από τα σύρματα της ΔΕΗ, η αγωνία κορυφώνεται, διότι οι ανταγωνιστές των άλλων ενοριών κρατούν λογαριασμό αποτυχιών, για να ακολουθήσουν τα πειράγματα το πρωί της Κυριακής του Πάσχα στην ψησταριά του Δήμου.
Τα αερόστατα ετοιμάζονται από τα παιδιά εβδομάδες πριν και από κάθε ενορία αφήνονται εκατό με εκατόν είκοσι.
Δεν γνωρίζουμε την προέλευση του εθίμου, αλλά οι παλιότεροι θυμούνται ότι ξεκίνησε περίπου το 1910-1915.
Τα τελευταία χρόνια οι κόλλες που κατασκευάζονται τα αερόστατα έρχονται από την Ιταλία και είναι πολύ ανθεκτικές. Τα χρώματα που συνηθίζονται είναι κόκκινο, κίτρινο, μπλε, πράσινο.
Στην αρχή ενώνουν δύο κόλλες χαρτί μεταξύ τους , μία κόκκινη και μία μπλε, ύστερα τις κάνουν τέσσερις βάζοντας τα χρώματα αντίθετα κόκκινο-μπλε, μπλε-κόκκινο. Μετά τις τέσσερις κόλλες χαρτί τις κάνουν οκτώ, τις οκτώ δεκαέξι.
Κατόπιν φτιάχνεται η κορυφή, ο κουμπές, ο θόλος του αεροστάτου. Τσακίζουν τις δύο άκρες τριγωνικά, τις κόβουν και μετά τις κολλούν με σύγχρονη κόλλα εμπορίου (παλιά η κόλλα ήταν από ζυμάρι ή αλευρόκολλα). Ακολουθεί το καλάμωμα, το ράψιμο δηλαδή λεπτυσμένου καλαμιού στο στόμιο του αεροστάτου. Στο καλάμι τοποθετείται σταυρωτά σύρμα και σε ένα γάντζο ακριβώς στη διασταύρωση των συρμάτων κρέμεται η κολλημάρα. Το άναμμα της κολλημάρας και το πέταγμα του αεροστάτου μόνο στο Λεωνίδιο και τη στιγμή που ο παπάς ψέλνει το Χριστός Ανέστη έχει τη μοναδική του αξία, πουθενά αλλού.
Δεν είναι βέβαια μόνο τα αερόστατα και το κάψιμο του τοποθετημένου επί ξύλινου δοκού και στη μέση του αφανού Ιούδα, είναι και κάτι άλλο που κάνει την Ανάσταση στο Λεωνίδιο μοναδική. Είναι τα χιλιάδες βαρελότα και οι εκατοντάδες δυναμίτες που ρίχνονται με το Χριστός Ανέστη.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής οι πέντε Επιτάφιοι ξεκινούν από τις εκκλησίες συνοδευόμενοι από τον μεγάλο ξύλινο Σταυρό, όλα τα εξαπτέρυγα, όλο το εκκλησίασμα και τους ιερείς με την επίσημη φορεσιά τους, συναντώνται στον προ του Ηρώου Πεσόντων χώρο. Ενώ αναπέμπεται δέηση, η εκκλησιαστική χορωδία υπό τον καλλικέλαδο πατέρα Δημήτριο Γολεγό ψέλνει τα εγκώμια. Τα μάτια όλων περιεργάζονται τους Επιτάφιους για το ποιος είναι ο καλύτερα στολισμένος. Οι κοπέλες, με την καθοδήγηση των μανάδων τους, με ιδιαίτερη φροντίδα, επιμέλεια αλλά και κατάνυξη τούς έχουν ανθοκεντήσει περίτεχνα. Τα στεφάνια, οι σταυροί, τα στέμματα και τα άλλα κεντίδια από βιολέτες λευκές και μωβ, μονές και διπλές, τριαντάφυλλα, αγριολούλουδα, αγιωργί και φύλλα κισσού έχουν κάνει το θαύμα τους. Όλοι βραβεύονται. Δεν υπάρχει δεύτερος ή τρίτος. Όλοι είναι πρώτοι.
Μεγάλο Σάββατο βράδυ, ένταση, αναμονή και σκοτάδι. Πρόσωπα φωτισμένα από τα φαναράκια των μικρών και τα κεριά. Πλησιάζει η μεγάλη στιγμή της Αναστάσεως . Η μικρή, όμορφη και γραφική πρωτεύουσα της Τσακωνιάς μετατρέπεται σε ένα γιγάντιο σκηνικό θεάματος, ήχου και φωτός. Από τη μια τα βαρελότα, τα δυναμιτάκια, οι δυναμίτες και τα κανούλια, από την άλλη 500-600 αερόστατα ξεκολλούν από τη γη, για να ταξιδέψουν με ορμή στην αρχή και νωχελικά κατόπιν το ταξίδι τους προς τ’ αστέρια. Η παράδοση λέει πως, όποιες καιρικές συνθήκες και να επικρατούν, ξαφνικά τη στιγμή της Αναστάσεως επικρατεί σχετική νηνεμία με ελαφρό δυτικό αεράκι. Οι φωτιές από τις κολλημάρες των αεροστάτων πολλές φορές γίνονται ορατές μέχρι τις Σπέτσες και το Ναύπλιο.
Την Κυριακή του Πάσχα ο Δήμος, χρόνια τώρα (αλλά κάθε φέτος και καλύτερα), στήνει στον κήπο του Δημαρχείου σούβλες με αρνιά και κοκορέτσια και φιλεύει όλους τους επισκέπτες με καλόπιοτο κρασί, νόστιμους μεζέδες και κόκκινα αυγά.
Στην Ακολουθία της Αγάπης, το απόγευμα, στην πλατεία 25ης Μαρτίου το Ευαγγέλιο διαβάζεται και στην τσακώνικη διάλεκτο. Κατόπιν το γλέντι ανάβει.
Φουστανελοφόροι και τζουμπελούδες (τοπική επίσημη ενδυμασία) χορεύουν τον τσακώνικο και άλλους δημοτικούς χορούς. Η μουσική είναι πάντα ζωντανή από λαϊκούς ντόπιους οργανοπαίκτες. Προσφέρονται σε όλους παραδοσιακές δίπλες που νοικοκυρές έφτιαξαν στα σπίτια τους. Το γλέντι κρατά γερά, κανένας δεν βγαίνει από το χορό, και πώς να βγει άλλωστε, αφού είναι χορός της Αγάπης.