Μετά τον Δεκέμβριο του 2017, σε όλη την ακτογραμμή της αθηναϊκής Ριβιέρας δεν υπήρχαν σημαντικά ευρήματα σε ό,τι αφορά την παρουσία πετρελαϊκών υδρογονανθράκων, οι θαλάσσιοι οργανισμοί δεν είχαν επηρεαστεί και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη καταλοίπων πετρελαιοειδών υδρογονανθράκων στον θαλάσσιο πυθμένα.
Αυτά είναι ορισμένα από τα τελικά συμπεράσματα της επιστημονικής μελέτης του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) για τις επιπτώσεις από το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου ΑΓ. ΖΩΝΗ ΙΙ, τον Σεπτέμβριο του 2017, που παρουσιάστηκαν σήμερα το μεσημέρι στο υπουργείο Ναυτιλίας, παρουσία του υπουργού, Π. Κουρουμπλή, του υφυπουργού, Ν. Σαντορινιού του γγ, Δ. Τεμπονέρα, του αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, Στ. Ράπτη και του προέδρου του ΔΣ του ΕΛΚΕΘΕ, Σπ. Μαυράκου.
«Η αντιμετώπιση και διαχείριση του ναυαγίου που έγινε από όλους και ο συντονισμός είχε άμεσο αποτέλεσμα μέσα σε περίπου τρεις μήνες και προλάβαμε καταστάσεις που θα ήθελαν πολύ περισσότερο χρόνο για να ιαθούν» δήλωσε ο υπουργός Ναυτιλίας. Όπως σημείωσε, αυτό δεν είναι δικό του συμπέρασμα, το υιοθετούν διεθνείς ναυτιλιακοί οργανισμοί αλλά και το Διεθνές Ταμείο Αποζημιώσεων Απορρύπανσης Πετρελαίου, που, όπως είπε, προέγκρινε ήδη 51 εκατ. ευρώ προκειμένου να πληρωθούν ζημίες που έχουν υποστεί ιδιωτικοί φορείς και επιχειρήσεις. Σε αυτό το σημείο, ο πρώην γγ του υπουργείου, Διονύσης Καλαματιανός, τόνισε ότι μέχρι στιγμής έχουν κατατεθεί περίπου 100 αιτήσεις στο συγκεκριμένο γραφείο αποζημιώσεων για τη ρύπανση, εκ των οποίων ήδη έχουν διεκπεραιωθεί 36.
Ο κ. Κουρουμπλής πρόσθεσε ότι έχει επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο 1.200.000 ευρώ στην πλοιοκτήτρια εταιρεία του ΑΓ. ΖΩΝΗ ΙΙ για τη θαλάσσια ρύπανση που προκλήθηκε, ενώ παρέπεμψε στις εισαγγελικές Αρχές ως προς τη διερεύνηση του ναυαγίου.
Ο υφυπουργός Ναυτιλίας υπενθύμισε ότι το ΕΛΚΕΘΕ παρακολούθησε από την πρώτη στιγμή μετά το ναυάγιο τις μετρήσεις στη θαλάσσια περιοχή, έχοντας διαχρονική αποτύπωση των μετρήσεων και συμπλήρωσε ότι σε όλη την πορεία της διαχείρισης της απορρύπανσης χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι καινοτόμοι και φυσικοί, χωρίς καμία χρήση χημικών προϊόντων απορρύπανσης.
«Τέτοια ολοκληρωμένη παρακολούθηση του προβλήματος της ρύπανσης δεν υπήρξε ποτέ σε κανένα άλλο ναυάγιο, όσα ναυάγια και αν φέρει κανείς στη μνήμη του» ανέφερε ο κ. Σαντορινιός και επισήμανε ότι «αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί είχαμε δεσμευθεί ότι θα ενημερώσουμε του Έλληνες πολίτες». Πρόσθεσε, δε, ότι σε γενικές γραμμές δεν έχουμε ουσιαστικά προβλήματα ούτε στην παραλία, ούτε στη θάλασσα, ούτε στον βυθό και υποστήριξε ότι πολλά από τα αποτελέσματα του ΕΛΚΕΘΕ χρήζουν και επιστημονικής συζήτησης.
Ο κ. Μαυράκος υπογράμμισε ότι το ΕΛΚΕΘΕ είναι ο αρμόδιος δημόσιος φορέας για την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης από πετρέλαιο και ανέλαβε τις μετρήσεις για τις επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον. Όπως σημείωσε, στις 5/4 παραδόθηκε η τελική επιστημονική έκθεση και η μελέτη των βραχυμεσοπρόθεσμων επιπτώσεων από μετρήσεις και παρατηρήσεις, η οποία κινήθηκε σε τέσσερις άξονες και εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας.
Ο πρόεδρος του ΕΛΚΕΘΕ τόνισε ότι ο πρώτος άξονας ήταν η καταγραφή της χημικής ρύπανσης σε θαλασσινό νερό και ιζήματα, ο δεύτερος η εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης της περιοχής, ο τρίτος η πιθανή βιοσυσσώρευση ρύπων που προέρχονται από το ατύχημα και ο τέταρτος οι επιδράσεις των επιπτώσεων στου θαλάσσιους οργανισμούς και η αποτύπωση της κατάστασης του πυθμένα και διερεύνηση τυχόν παρουσίας πετρελαϊκών καταλοίπων.
Τα γενικά συμπεράσματα που προέκυψαν από την επιστημονική μελέτη, όπως ανέφερε ο ίδιος, είναι τα εξής:
– Οι κύριες επιπτώσεις του ατυχήματος περιορίστηκαν στην παράκτια ζώνη και ιδιαίτερα της Σαλαμίνας, της Γλυφάδας και του Ελληνικού και μόνο για την περίοδο των τριών πρώτων μηνών μετά τη διαρροή του πετρελαίου.
– Μετά τον Δεκέμβριο του 2017 φαίνεται ότι σε όλη την ακτογραμμή δεν υπήρχαν πλέον σημαντικά ευρήματα σε ό,τι αφορά την παρουσία πετρελαϊκών υδρογονανθράκων.
– Η οικολογική κατάσταση της περιοχής, με βάση τις βιοκοινωνίες ζωοβένθους και φυτοβένθους, δεν είχαν επηρεαστεί.
– Οι θαλάσσιοι οργανισμοί φαίνεται ότι δεν έχουν επηρεαστεί, ενώ δεν βρέθηκαν ενδείξεις βιοσυσσώρευσης ρυπογόνων ουσιών που προέρχονται από το ναυάγιο. Σε ό,τι αφορά τον θαλάσσιο πυθμένα δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη κατάλοιπων πετρελαιοειδών.
Από την πλευρά του, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ωκεωνογραφίας είπε ότι προτείνεται για τη μακροπρόθεσμη μελέτη της περιοχής να σκαναριστεί σε βάθος κάτω των 20 μέτρων όλη η θαλάσσια περιοχή που επλήγη από τη ρύπανση.
Υπενθυμίζεται, ότι με πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Υγείας επιτρέπεται η κολύμβηση σε όλες τις ακτές που επλήγησαν από τη ρύπανση, ενώ σε ό,τι αφορά την αλιεία ο κ. Κουρουμπλής παρέπεμψε στο αρμόδιο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.