Αρχική Eπικαιρότητα Κυριακή του Τυφλού: Ο Χριστός γίνεται ορατός σ’αυτούς που έχουνε καλή προαίρεση

Κυριακή του Τυφλού: Ο Χριστός γίνεται ορατός σ’αυτούς που έχουνε καλή προαίρεση

 

«Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπεν· καί τίς ἐστιν, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;» (Ἰωάν. 9.35-36).

Κυριακή του Τυφλού: Ἕνα θαῦμα μᾶς παρουσίασε ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, τό θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνός ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πού ἐπιτέλεσε ὁ Κύριος. Ἕνα θαῦμα πού συνοδεύεται ἀπό τέσσερις δια­φορετικούς διαλόγους. Ὁ πρῶτος διάλογος εἶναι ἀνάμεσα στούς μαθητές καί τόν Χριστό γιά τήν αἰτία τῆς ἀσθενείας. Ὁ δεύτερος ἀνά­με­σα στόν πρώην τυφλό καί στούς Φαρι­σαίους γιά τόν τρόπο τῆς θεραπείας. Ὁ τρίτος ἀνάμεσα στούς γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ καί τούς Φαρισαίους πού ἐπι­διώ­κουν νά βροῦν τρόπο γιά νά κατη­γορήσουν τόν αἴτιο τοῦ θαύματος, τόν Χριστό, καί ὁ τέταρτος ἀνάμεσα στόν Χριστό καί τόν ἰαθέντα τυφλό. Ἄν θέλαμε νά χαρακτη­ρίσουμε τούς τέσσερις αὐτούς διαλόγους, θά μπο­ρού­σαμε νά μιλήσουμε γιά δύο διαλόγους πίστεως καί δύο ἀπιστίας.

Οἱ διάλογοι τῶν Φαρισαίων εἶναι διά­λογοι ἀπιστίας, γιατί οἱ Φαρισαῖοι δέν διαλέγονται οὔτε μέ ἀγαθή διάθεση οὔτε μέ διάθεση νά γνωρίσουν τήν ἀλή­θεια. Ἀντίθετα ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του καί μέ τόν θερα­πευ­θέντα τυφλό εἶναι διάλογοι ἀληθοῦς πί­στεως ἀλλά καί ἀληθοῦς γνώσεως. Ἄς σταθοῦμε, ἀδελφοί μου, γιά λίγο στόν τελευταῖο διάλογο. Ὁ τυφλός ἔχει ἤδη θεραπευθεῖ, ἔχει δεῖ τό φῶς καί τόν κόσμο πού ποτέ μέ­χρι τότε δέν εἶχε δεῖ. Ἔχει δεῖ ὅμως καί τό σκληρό πρόσωπο τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων πού ἐπιχείρησαν νά τοῦ συνθλίψουν τήν πίστη πού εἶχε γεν­νηθεῖ στήν ψυχή του γιά τόν ἄγνω­στο σωτήρα του, πού ἐπιχείρησαν νά διαβάλλουν τόν Χριστό καί νά τοῦ στε­ρήσουν τό στήριγμα τῆς ἐλπίδος του, πού ἐπιχείρησαν νά τοῦ τυφλώσουν τά μάτια τῆς ψυχῆς γιά νά μή δεῖ τόν Χρι­στό, γιά νά μή δεῖ τό Φῶς τοῦ κόσμου, γιά νά μή γίνει μέτοχος τῆς σωτηρίας πού χαρίζει ὁ φιλεύ­σπλαγχνος Κύριος.

Τά εἶχε δεῖ ὅλα αὐτά ὁ πρώην τυφλός, ἀλλά δέν εἶχε δεῖ ἀκόμη τό πρόσωπο τό ὁποῖο ἐπιθυμοῦσε νά δεῖ, τό πρόσωπο τοῦ εὐεργέτου του. Καί γι᾽ αὐτό ὁ Χρι­στός ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του, γιά νά τοῦ ἱκανοποιήσει αὐτή τήν ἐπιθυμία του καί νά τοῦ ἐνισχύσει τήν πίστη. Ἐμ­φα­νίζεται ὁ Χριστός γιά νά τόν ἀντα­μείψει γιά τή θαρραλέα ὁμολογία του ἐνώπιον τῶν Γραμματέων καί τῶν Φα­ρι­σαίων. Ἐμφανίζεται γιά νά τοῦ ἀπο­κα­λύψει ὅτι ὁ προφήτης τόν ὁποῖο ὁμο­λόγησε ὡς σωτήρα του εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἵσταται ἐνώπιόν του. Ποιά μεγαλύτερη τιμή ἀπό αὐτήν θά μποροῦσε νά ἐλπίσει ὁ πρώην τυφλός; Τί θά μποροῦσε νά ὀνειρευθεῖ ὑψηλό­τερο καί θαυμαστότερο ἀπό τό νά ἐμφα­νισθεῖ ὁ Χριστός ἐνώπιόν του. Τί μεγα­λύτερο θά μποροῦσε νά περιμένει ἀπό αὐτό πού τοῦ συμβαίνει;

Ὁ Θεάνθρωπος ἀποκαλύπτεται σέ ἕναν ἄνθρωπο καί τό Φῶς τοῦ κόσμου καταυγάζει τό ὀπτικό πεδίο ἑνός πρώην τυφλοῦ.
«Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θε­οῦ;» Μέ αὐτή τήν ἐρώτηση ἐπιχειρεῖ ὁ Χριστός νά ἀποκαλύψει τό πρόσωπό του, γιά νά λάβει ἀντί ἄλλης ἀπαν­τήσεως τή δικαιολογημένη ἐρώτηση τοῦ πρώην τυφλοῦ. «Καί τίς ἐστιν, Κύ­ριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;»
Ἡ ἐρώτηση αὐτή ἐπα­να­λαμβάνεται συνεχῶς διά μέσου τῶν αἰώνων. Καί εἶναι ἴσως μία ἐρώτηση πού ἐκφράζει συχνά καί τά αἰσθήματα τῆς δικῆς μας ψυχῆς. «Τίς ἐστιν, Κύριε, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;» Ποιός εἶναι ὁ Χρι­στός γιά νά τόν πιστεύσω;
Στήν ἐρώτησή μας αὐτή, ὁ Χριστός δίνει καί σέ μᾶς τήν ἀπάντηση πού ἔδω­σε στόν θε­ραπευθέντα τυφλό. «Καί ἑώ­ρα­κας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν».

Ἄς μήν διερωτόμαστε, ἀδελφοί μου, πότε εἴδαμε καί πότε ἀκούσαμε τόν Χρι­στό γιά νά τόν πιστεύσουμε καί νά ἀκο­λουθήσουμε στήν ὁμολογία τόν πρώην τυφλό τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Για­τί ὁ Χριστός γίνεται καθημερινά ὁρατός μέσα ἀπό τήν ἁρμονία τοῦ κόσμου, μέσα ἀπό τό θαῦμα τῆς φύσεως καί τῆς ζωῆς. Γίνεται ὁρατός μέσα στό θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία «πολεμουμένη νικᾶ». Γίνεται ὁρατός μέσα ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται ὁρατός, ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς διαβε­βαίωσε, καθημερινά στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας καί μάλιστα στά πρόσωπα «τῶν ἀδελ­φῶν του τῶν ἐλαχίστων», στά πρόσωπα ὅλων αὐτῶν πού πεινοῦν, πού διψοῦν, πού εἶναι φτωχοί, ἄρρωστοι, φυλακι­σμένοι, ταλαιπωρημένοι καί ἐξουθενω­μένοι.
Τόν Χριστό ὅμως δέν τόν βλέπουμε μόνο, τόν ἀκοῦμε κιόλας, γιατί ὁ λόγος του εἶναι ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ λόγος τῶν πατέρων, εἶναι οἱ ἀλάλητοι στε­ναγμοί τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού ἀκού­ονται στήν ψυχή μας τήν ὥρα τῆς προ­σευχῆς καί τῆς θείας λατρείας.

Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας ἄγνωστος γιά μᾶς, εἶναι αὐτός πού βλέ­πουμε καί ἀκοῦμε καθημερινά, ἐφό­σον τό θέλουμε, ἐφόσον ἔχουμε ἀνοι­χτά τά μάτια καί τά αὐτιά τῆς ψυχῆς μας, ὅπως τά εἶχε ὁ πρώην τυφλός. Ἐάν ἕως τώρα δέν ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τήν παρουσία του καί δέν ἔχουμε ἀκού­σει τή φωνή του, ἄς σπεύσουμε νά τόν συναντήσουμε, ἄς σπεύσουμε νά ἀκού­σουμε τή φωνή του, γιά νά ὁμολο­γήσουμε καί ἐμεῖς μαζί μέ τόν θεραπευ­θέντα τυφλό τήν πίστη μας σ᾽ Αὐτόν. Γιά νά ἐπαναλάβουμε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας: «πιστεύω, Κύριε». Ἀμήν.

Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων