Μνήμες από την φρικτή δολοφονία της μικρής Άννυς που είχε συγκλονίζει το πανελλήνιο το 2015 ξύπνησαν την Τρίτη (13/11) ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας, όπου εκδικάζεται η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.
Οι τρεις κατηγορούμενοι, οι γονείς της 4χρονης Άννυ και ο φίλος του πατέρα της αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Ο πατέρας της Άννυ, Σάββας, ναι μεν αρνήθηκε ότι τη δολοφόνησε, αλλά παραδέχτηκε ότι τεμάχισε το πτώμα και δεν θα ζητήσει την μετατροπή της κατηγορίας από ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που αντιμετωπίζει, σε θανατηφόρα έκθεση ανηλίκου.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν η γιαγιά και ο παππούς της Άννυ που την μεγάλωσαν μέχρι την ηλικία των 3,5 χρόνων. Όπως είπαν έμαθαν για την εξαφάνιση της μικρής από τη μητέρα του παιδιού και τη δολοφονία της από την τηλεόραση.
Τη βεβαιότητα ότι ο πατέρας της Άννυ δεν δολοφόνησε το παιδί, εξέφρασε από την πλευρά της η μητέρα του Σάββα, τον οποίο χαρακτήρισε «καλό παιδί που εμπλέκεται με κακές παρέες. «Δεν τον θεωρώ ικανό να σκοτώσει το παιδί του. Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν ότι το παιδί χάθηκε. Δεν πιστεύω ότι ο Σάββας έκανε κάτι», είπε η μάρτυρας, λέγοντας στην πρόεδρο: «ο γιος μου είναι ένα πολύ καλό παιδί, σας παρακαλώ…».
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας, ο οποίος αναφέρθηκε στην κατάσταση που βρισκόταν η μητέρα της Άννυ και κατηγορούμενη στην υπόθεση, όταν έμαθε για τη δολοφονία του παιδιού της.
«Η κατηγορούμενη ήταν εξαντλημένη, ήθελε να αυτοκτονήσει. Είδα μια γυναίκα διαλυμένη, καταρρακωμένη. Εξέφρασε τον πόνο της με το κλάμα και την απελπισία της. «Φέρτε μου το παιδί πίσω, πείτε μου ότι δεν είναι αλήθεια», μου έλεγε. Αυτοκατηγορείτο γιατί δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι το παιδί της μπορούσε να έχει αυτή την κατάληξη με τον πατέρα της». Η δίκη διεκόπη για τις 6 Δεκεμβρίου.