Σε νέα δίκη θα οδηγηθούν δυο γυναίκες παιδίατροι – η μια διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών και η άλλη ειδικευόμενη παιδίατρος στην ίδια κλινική – προκειμένου να δικαστούν για κατηγορία που αφορά στο θάνατο ενός βρέφους ηλικίας μόλις δυο μηνών και τριών ημερών.
Η παραπομπή των δυο παιδιάτρων σε νέα δίκη αποφασίστηκε από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος αναίρεσε απόφαση ποινικού δικαστηρίου που είχε κρίνει αθώες τις δυο γιατρούς από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Ως εκ τούτου, μετά την αναίρεση η υπόθεση θα δικαστεί και πάλι από το ίδιο δικαστήριο – Τριμελές Πλημμελειοδικείο – το οποίο όμως θα έχει νέα διαφορετική σύνθεση δικαστών, από αυτή που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση.
Τι αναφέρει η απόφαση του Αρείου Πάγου
Όπως προκύπτει από την απόφαση του Αρείου Πάγου, την οποία παρουσιάζει το «Law and Order», ο θάνατος του μόλις δυο μηνών αγοριού, επήλθε στις 29 Νοεμβρίου του 2012 και αποδόθηκε σε «λοβώδη πνευμονία φαιάς ηπάτωσης». Το βρέφος κατέληξε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Πατρών, στο οποίο είχε παραπεμφθεί από το νοσοκομείο Αγρινίου «με εμπύρετο βρογχιολίτιδα».
Το παιδί, το οποίο οι γονείς του δεν είχαν προλάβει να βαπτίσουν, εισήχθη στο νοσοκομείο στις 26 Νοεμβρίου, με τις δυο παιδίατρους να έχουν εφημερία εκείνο το βράδυ. Σύμφωνα με την απόφαση, η ειδικευόμενη παιδίατρος ως εφημερεύουσα στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου, αφού εξέτασε το αγοράκι έδωσε εντολή εισαγωγής του στη παιδιατρική κλινική. Η ίδια, ωστόσο, δεν αντιμετώπισε, σύμφωνα με την απόφαση, τα συμπτώματα που παρουσίαζε το βρέφος (ταχυκαρδία, άρνηση λήψης τροφής, κ.ά) με την κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή, με αποτέλεσμα η υγεία του να επιδεινωθεί ραγδαία και το παιδί να καταλήξει.
Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος αναφέρει πως η ειδικευόμενη παιδίατρος «αντίθετα με τα διδάγματα και τους κανόνες της επιστήμης της» έπραξε τα εξής: «Παρά τη διαπίστωση υψηλού πυρετού (μέχρι 38,6° C), γογγυσμού, άρνησης λήψης τροφής, ταχυκαρδίας (160-180 σφύξεις/min), ταχύπνοιας και αναπνευστικής δυσχέρειας, της επιδείνωσης δηλαδή της κλινικής κατάστασης του βρέφους, τα συμπτώματα αυτά δεν αντιμετωπίστηκαν από την κατηγορούμενη με την ενδεδειγμένη χορήγηση αντιμικροβιακής αγωγής, δεδομένου ότι έθεταν την υποψία σηψαιμίας (οφειλόμενη σε χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο)».
Αντίθετα, όπως αναφέρει η απόφαση, η γιατρός «προέβη σε τοποθέτηση του βρέφους σε Hood 02» ενώ το υπέβαλε σε ακτινογραφία θώρακος και «συνέχισε να αντιμετωπίζει το περιστατικό ως βρογχιολίτιδα». Το αποτέλεσμα ήταν δυο ώρες αργότερα το παιδί «να περιέλθει σε κατάσταση καταπληξίας (shock)».
Πρόκειται, όπως αναφέρει η απόφαση για «παθολογική κατάσταση που προκύπτει από την αδυναμία της καρδιάς (και συνολικά του καρδιαγγειακού συστήματος) να εξασφαλίσει επαρκή ροή αίματος και οξυγόνου για τα όργανα και ειδικότερα σε κατάσταση κατά την οποία το καρδιαγγειακό σύστημα αδυνατεί να υποστηρίξει τις μεταβολικές απαιτήσεις της κυτταρικής λειτουργίας».
Το βρέφος εισαχθεί τελικά στη συνέχεια στη ΜΕΘ, όπου διασωληνώθηκε και υποστηρίχθηκε μηχανικά η αναπνευστική λειτουργία του. Ωστόσο, μια ημέρα αργότερα το βρέφος εμφάνισε πνευμοθώρακα, που αντιμετωπίστηκε με θωρακική παροχέτευση και ακολούθως ενδοκαρδίτιδα, «συνεπεία της σηψαιμίας που προκλήθηκε από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο». Εν τέλει, το αγοράκι παρουσίασε καρδιακή ανακοπή και κατέληξε με το θάνατο του να αποδίδεται «σε λοβώδη πνευμονία, σταδίου φαιάς ηπάτωσης».
Ιατρική εκτίμηση από το τηλέφωνο
Σε ό,τι αφορά τη διευθύντρια της κλινικής η απόφαση του Αρείου Πάγου, αναφέρει ότι αρκέστηκε να ενημερώνεται τηλεφωνικά για την κατάσταση της υγείας του παιδιού από την ειδικευόμενη γιατρό. Αναφέρουν χαρακτηριστικά οι αρεοπαγίτες ως προς τις ευθύνες της: «Αν και την 26η-27η/11/2012 εφημέρευε στην παιδιατρική κλινική η ίδια δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο, αλλά ενημερωνόταν τηλεφωνικά από την ειδικευόμενη παιδίατρο για την κλινική εικόνα του βρέφους και την εξέλιξη αυτής».
Ακόμη, οι ανώτατοι δικαστές επισημαίνουν πως η διευθύντρια της κλινικής «παρά τη σοβαρή κατάσταση της υγείας του βρέφους και τη συνεχόμενη επιδείνωση αυτής, δεν εξέτασε αυτό, αλλά εκτιμούσε εσφαλμένα την κατάστασή του τηλεφωνικά» ενώ «συνέχιζε να εκτιμά το περιστατικό ως βρογχιολίτιδα» χωρίς να παρέχει στην ειδικευόμενη παιδίατρο «τις απαιτούμενες υποδείξεις» ώστε η τελευταία να ενημερώσει άμεσα τους γιατρούς της ΜΕΘ για συνεκτίμηση της κλινικής κατάστασης και της άμεσης εισαγωγής του βρέφους στην Εντατική.
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο «συνεπεία των ανωτέρω ιατρικών σφαλμάτων και παραλείψεων» της διευθύντριας αλλά και της ειδικευόμενης γιατρού ήταν η υγεία του βρέφους να επιδεινωθεί ραγδαία. Το δε «θανατηφόρο αποτέλεσμα» επήλθε λόγω της «αμελείας αμφοτέρων των κατηγορουμένων ως επιληφθείσας και εποπτεύουσας ιατρού αντίστοιχα» και οφείλεται «αποκλειστικώς στην ενάντια στους κανόνες και τις γενικές επιστημονικές αρχές της ιατρικής δράσης και των δύο κατηγορουμένων».
Κρίνοντας ότι η αθωωτική για τις δυο γιατρούς απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου έχει ασάφειες, κενά και αντιφάσεις καθώς και ότι στερείται εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ο Άρειος Πάγος την αναίρεσε. Αξίζει να σημειωθεί ότι την αναίρεση της αθωωτικής απόφασης είχε ζητήσει η εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Πηγή: patrastimes.gr