Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα Ελληνόπουλα, η πρώτη επαφή του με τον αθλητισμό ήταν μέσω ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Όπως δεν συμβαίνει με τους περισσότερους εφήβους στην Ελλάδα, τη σκυτάλη πήρε το σκουός, όπου μάλιστα λέγεται ότι θα μπορούσε να κάνει πρωταθλητισμό.
Τα «ασφαλή» σπορ ωστόσο δεν είχαν για καιρό απήχηση στο ταμπεραμέντο του Γιάννη Βαρδινογιάννη. Από τη στιγμή που γνώρισε την αδρεναλίνη, έγινε αχώριστη σύντροφός του.
Την εγκατέλειψε μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι η λήψη υπερβολικής δόσης εγκυμονεί τους ίδιους κινδύνους με ένα βαρύ ναρκωτικό. Όταν συνειδητοποίησε ότι το τεντωμένο σκοινί πάνω στο οποίο ακροβατούσε δεν έσπασε από τύχη και μόνο.
Ο μηχανοκίνητος αθλητισμός ήταν ως γνωστόν η μεγάλη αγάπη του. Προτού ακόμα γίνει ο αδιαμφισβήτος κυρίαρχος στο πανελλήνιο πρωτάθλημα ράλλυ, είχε δημιουργήσει ένα θρύλο γύρω από το όνομα του στη νυχτερινή Αθήνα.
Όταν η Ferrari του διέσχιζε με 300 την παραλιακή και τη Συγγρού, οι καλά μυημένοι αυτόπτες μάρτυρες ήξεραν ότι τιμονιέρης της ήταν ο Τζίγγερ. Ο ίδιος που είχε εντοπιστεί τις προάλλες να «μπαίνει με τις πόρτες» στις στροφές της Πάρνηθας – οι ιστορίες με τα κατορθώματά του ήταν μόνιμο θέμα κουτσομπολιού για τους λάτρεις της ταχύτητας.
Για έναν «δεσμώτη του ιλίγγου» όπως αυτός ήταν απλώς η εκτόνωση, μαζί και η «προθέρμανση» ενόψει του real thing στις πίστες. Από το 1987 έως το 1992 κατέκτησε έξι σερί πρωταθλήματα Ελλάδας, με συνοδηγό τον Κώστα Στεφανή, ενώ το 1988 κατέλαβε την υψηλότερη θέση που έχει πάρει ποτέ Έλληνας στο Ράλλυ Ακρόπολις (6η).
Από την ημέρα που χάιδεψε το γκάζι για πρώτη φορά έως και το 1993, που μέσα σε μία νύχτα αποφάσισε να κόψει «μαχαίρι» το σπορ, δύο φορές κινδύνεψε η ζωή του σε σοβαρά ατυχήματα. Την πρώτη ως rookie με το Audi Quattro A2 και τη δεύτερη όταν η αγαπημένη του Delta Integrale ντελάπαρε κατά την ανάβαση στη Ριτσώνα.
Δεν απειλήθηκε όμως τόσο όσο την ημέρα που αποφάσισε να βάλει νερό στο κρασί του και σε ότι αφορά το πιο ριψοκίνδυνο χόμπι του. Διότι πέρα από την άσφαλτο, ο Τζίγγερ αναζητούσε το όπιο του – τον κίνδυνο – και στο βυθό της θάλασσας.
Ήταν το 1997, όταν βούτηξε για μια «επαγγελματική» κατάδυση στα νερά της Ανάφης, όπου «ο βυθός είναι μαγευτικός», όπως έλεγε. Εκείνη τη μέρα θα του έμενε στη μνήμη ως παρ’ ολίγον θανατηφόρος.
Αναδυόμενος από βάθος περίπου 20 μέτρων εμφάνισε συμπτώματα της νόσου των δυτών. Ανέβηκε στην επιφάνεια ταχύτερα από τον επιτρεπτό χρόνο, με αποτέλεσμα τα υγρά και οι ιστοί του σώματος του να γεμίσουν φυσαλίδες αζώτου.
Χάρη στη μεσολάβηση ενός φίλου του καρδιοχειρουργού που είχε βίλα στα νησί, διακομίστηκε άμεσα με ελικόπτερο στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Στον ειδικό θάλαμο του ΝΝΑ υποβλήθηκε σε επτάωρη αποσυμπίεση του οργανισμού του από το συσσωρευμένο άζωτο.
Έκτοτε ο Γιάννης Βαρδινογιαννής, ο οποίος περίμενε τότε το πρώτο του παιδί, αποφάσισε να μην τεντώσει ξανά τα όρια. Την τέχνη των καταδύσεων την έμαθε και στους γιους του, αλλά όλες τις επόμενες βουτιές θα τις διέκρινε η σύνεση και η τήρηση όλων των κανόνων ασφαλείας.
Στην όχι και τόσο μακρά πορεία του στα extreme sports, ο Τζίγγερ πρόλαβε να πάρει δόσεις αδρεναλίνης για παραπάνω από μία ζωές. Το ευτυχές για αυτόν είναι ότι ο φύλακας – άγγελος του καιροφυλακτούσε όταν την τρίτη φορά που έπαιξε με τις πιθανότητες, κόντεψε να αποδειχτεί η φαρμακερή…
Θάνος Ιατρόπουλος
Πηγή: menshouse.gr