Στις αρχές Νοεμβρίου του 1963, ο 62χρονος Βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Ιμπντ Σαούντ έχασε τον θρόνο του μετά από απόφαση που έλαβε το συμβούλιο των ουλεμάδων, δηλαδή των θρησκευτικών ηγετών της χώρας.
Διάδοχος του θρόνου ήταν ο αδερφός του Φεϊζάλ. Ήταν το τέλος της ηγεμονίας του φεουδάρχη που είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός, όχι μόνο για τα πετροδολάρια και τα αμύθητα πλούτη του, αλλά για τις τέσσερις γυναίκες του, τις 100 παλλακίδες που αποτελούσαν το χαρέμι του, τους τουλάχιστον 40 γιους του και τις αναρίθμητες θυγατέρες.
Από τότε και για τα επόμενα χρόνια, ο έκπτωτος μονάρχης που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες ξοδεύοντας αμέτρητα εκατομμύρια σαν να ήταν αποκριάτικα κομφετί.
Ένας από τους αγαπημένους του προορισμούς ήταν η Ελλάδα, όπου έγινε δεκτός με βασιλικές τιμές στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και έκανε ευτυχισμένους αμέτρητους Έλληνες που έτυχε να βρεθούν στο διάβα του.
Η άφιξη του έκπτωτου βασιλιά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
O βασιλιάς που μοίραζε χρυσά ρολόγια
Τον Ιανουάριο του 1965 ο Ιμπν Σαούντ έφτασε στην Αθήνα. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον υποδέχθηκαν ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Ρίτσος και πολλοί επίσημοι. Αμέσως κατέλυσε μαζί με τη συνοδεία του στο ξενοδοχείο «Καβούρι» της Βουλιαγμένης. Και όταν λέμε συνοδεία εννοούμε 150 άτομα ή και περισσότερα όπως έγραφε ο τύπος της εποχής, που «έκλεισαν» δύο ορόφους και 50 δωμάτια του πολυτελούς ξενοδοχείου.
Οι υπεύθυνοι ετοίμασαν με κάθε λεπτομέρεια το δωμάτιο 532 και τα υπόλοιπα, ώστε να έχουν το απαραίτητο αραβικό στυλ.
Για τον τέως βασιλιά όμως τοποθέτησαν «ουρανό» πάνω από το κρεβάτι του, τηλέφωνα ακόμη και πάνω στη μπανιέρα, δύο air condition, ξεχωριστή τραπεζαρία, ιδιαίτερο γραφείο, πανάκριβα χαλιά και πολλά άλλα κομφόρ για τις ανάγκες του.
Το ημερήσιο κόστος για την ενοικίαση των δωματίων, όπως έλεγε τότε στους δημοσιογράφους ο διευθυντής του ξενοδοχείου, έφτανε περίπου τις 30 χιλιάδες δρχ., ποσό εξωφρενικό για την εποχή. Καθημερινά ετοιμάζονταν ατελείωτοι μπουφέδες για τον υψηλό καλεσμένο, τους γιους του, το χαρέμι και την υπόλοιπη συνοδεία.
Οι σερβιτόροι κυριολεκτικά «σκοτώνονταν» για το ποιος θα τον εξυπηρετούσε. Και αυτό γιατί ο Σαούντ ήταν ανοιχτοχέρης όσο λίγοι.
Κάθε φορά που τον πλησίαζε κάποιος του χάριζε ένα χρυσό ρολόι ή έκανε νόημα να δώσουν πουρμπουάρ που συνήθως αντιστοιχούσε σε ένα … μηνιάτικο.
Υπολογίζεται ότι στα περίπου δύο χρόνια που έμεινε στην Αθήνα, ξόδεψε περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή σχεδόν 300 εκατομμύρια δραχμές.
Τουλάχιστον 60 ελληνικές οικογένειες ζούσαν από τους ηγεμονικούς μισθούς που έδινε σε οδηγούς, συνοδούς αυτοκινήτων, διερμηνείς, συμβούλους, ξεναγούς και «καλοθελητές».
Όποιος δούλευε για τον Σαούντ έπαιρνε κατά μέσο όρο μηνιάτικο ύψους 6 χιλιάδων δραχμών.
Τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου έκαναν ουρά για να τον συναντήσουν και να του εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους που άφηνε τόσο συνάλλαγμα στη χώρα, ενώ δεν προλάβαινε να δέχεται προσκλήσεις από δημάρχους προκειμένου να επισκεφτεί την περιοχή τους.
Όταν κάποτε πήγε στο Ναύπλιο, αυτομάτως έγινε επίτιμος δημότης και φυσικά έφαγε στο γραφικό Μπούρτζι.
Όλοι γίνονταν χάλι να τους πατήσει
Όταν ήθελε να κάνει ιαματικά λουτρά γέμιζε μέσα σε λίγη ώρα η δεξαμενή της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στο Πειραιά. Εκεί συνήθως πήγαινε με την αγαπημένη του Πόντιακ.
Όταν ήθελε να κάνει κρουαζιέρα στο Αργοσαρωνικό, του διέθεταν θαλαμηγούς όπως π.χ την «Ιλλυρίς» για να επισκεφτεί την Αίγινα και τον Πόρο.
Όταν κάποιες φορές πετούσε στο εξωτερικό για εξετάσεις, όπως τότε που πήγε στη Βαρκελώνη για τα μάτια του, οι καρδιές κόντεψαν να σπάσουν μη τυχόν και δεν γυρίσει.
Γάλα καμήλας από την … Κομοτηνή και προσευχή στο Μοναστηράκι
Οι εφημερίδες έγραφαν μάλιστα ότι οι γιατροί του συνιστούσαν να πίνει γάλα καμήλας.
Έτσι επιστρατεύτηκε ιδιοκτήτης καμήλας από την Κομοτηνή (!) που του έστελνε καθημερινά μπουκάλια από την ακριτική πόλη.
Για χάρη του το 1966 η κυβέρνηση έδωσε εντολή να ευπρεπιστεί και να ανοίξει το κλειστό τζαμί στο Μοναστηράκι, προκειμένου ο Σαούντ να ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα.
Η φωνή του ιμάμη που ήρθε από τη Θράκη «τρέλανε» τους Αθηναίους, που δεν είπαν κουβέντα για να μην ενοχληθεί ο υψηλός επισκέπτης.
Η προσευχή του Σαούντ στο τζαμί στο Μοναστηράκι
Οι άσωτοι πρίγκιπες που τράκαραν τις Μαζεράτι και οι σύζυγοι του φεουδάρχη που έκαναν μπάνιο με φερετζέ
Ανοιχτοχέρηδες αλλά και «τζαναμπέτηδες» ήταν και οι τέσσερις πρίγκιπες γιοί του που τον συνόδευαν.
Καθημερινά τα κέντρα διασκέδασης «αναστέναζαν» από τα γλέντια που έστηναν, αλλά και τους μεγάλους λογαριασμούς που έκαναν.
Για να μετακινούνται τα πριγκιπόπουλα ο Σαούντ έδωσε την άδεια του να έρθουν στην Αθήνα τέσσερις πολυτελείς Μαζεράτι.
Οι Αθηναίοι θαύμασαν τότε για πρώτη φορά τα μοντέλα Μπερλίνα 4200, Σπάιντερ, Μιστράλ και Σέμπρινγκ. Έμειναν με το στόμα ανοικτό.
Μόνο που και οι τέσσερις γιοί δεν είχαν μεγάλο σεβασμό στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, καθώς κάθε τρεις και λίγο τράκαραν είτε με αυτοκίνητα και μηχανές, είτε παρέσυραν πεζούς. Τα θέματα αυτά πάντως λύνονταν άμεσα όταν από τις τσέπες των πριγκίπων έβγαιναν μερικά μεγάλα ματσάκια με χιλιάρικα.
Οι μέρες και οι νύχτες … του υιού πρίγκηπα
Ο playboy της οικογένειας ήταν πάντως ο πρίγκιπας Ματζίτ που δεν κρατιόταν με τίποτα και όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες φλέρταρε χωρίς δισταγμό τις ωραιότερες γυναίκες της πόλης. Διατηρούσε σουίτα στο Χίλτον όπου δύο γνωστές και όμορφες ηθοποιοί του κρατούσαν συντροφιά με το αζημίωτο.
Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, όταν κάποτε η αστυνομία αξιοποιώντας πληροφορία για μαστροπεία εισέβαλε σε μπαρ, τον συνέλαβε επειδή ερωτοτροπούσε με νεαρή καλλονή. Φυσικά, συνέχεια δεν δόθηκε για ευνόητους λόγους.
Μια από τις απολαύσεις του πάντως ήταν να παρακολουθεί από κοντά τους αγώνες του Παναθηναϊκού.
Το χαρέμι ψωνίζει στην Ερμού
Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τις γυναίκες, τις νύφες ή τις παλλακίδες του Σαούντ. Η μοναδική τους απόλαυση ήταν τα ψώνια όπως τότε που πήγαν στην Ερμού και μέσα σε λίγες ώρες άφησαν τόσα λεφτά που δημιούργησαν «νέα τζάκια». Σε κάθε βόλτα «άδειαζαν» τα καταστήματα και φυσικά δεν ξεχνούσαν να αφήνουν γενναιόδωρα φιλοδωρήματα σε όποιον τις εξυπηρετούσε. Δεν μπορούσαν όμως να απολαύσουν τον ελληνικό ήλιο, καθώς κολυμπούσαν πάντα βράδυ, φορώντας φερετζέ και φυσικά με συνοδεία σωματοφυλάκων.
Μετά από δύο χρόνια παραμονής κατά τα οποία ο έκπτωτος βασιλιάς άφησε αμέτρητο συνάλλαγμα και χρυσά ρολόγια, ήρθε η ώρα να φύγει.
Πριν από την αναχώρησή του όμως έδωσε 200 χιλιάδες δραχμές στο τότε κοινοτικό συμβούλιο Βουλιαγμένης και δεν πήρε μαζί του δεκαπέντε πολυτελή αυτοκίνητα.
Τα υπόλοιπα 35, τρακαρισμένα και μη, φορτώθηκαν σε αεροπλάνο με προορισμό την Αίγυπτο.
Η διετής παραμονή του Ιμπν Σαούντ έμεινε για πάντα αξέχαστη στους Αθηναίους.
Υπήρξε πηγή έμπνευσης για να γυριστεί η κλασική ελληνική ταινία «Ξυπόλητος Πρίγκηψ» με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά, αλλά και » Ο Εμίρης κι ο Κακομοίρης» (1964) στην οποία πρωταγωνιστεί ο Μίμης Φωτόπουλος που μοιάζει ρολόγια.
Ο πρώην βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας πέθανε το 1969 σε ηλικία 67 ετών.