Αρχική Ν. Αργολίδος Η μάχη στα Δερβενάκια 26 Ιουλίου 1822

Η μάχη στα Δερβενάκια 26 Ιουλίου 1822

Όπως έχει επισημανθεί και στο παρελθόν , το βιβλίο δόξας της Ελληνικής ιστορίας- αρχαίας και σύγχρονης- διαθέτει αναρίθμητες σελίδες. Και όλες τους τόσο χρυσές και τόσο ξεχωριστές και ιδιαίτερες.

Με δεδομένο όμως το γεγονός ότι πανάρχαια χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής όπως η απροθυμία της να πειθαρχήσει και συνταχθεί με τα οράματα και τις επιταγές του Ηγέτη , παρά μόνο στην περίπτωση που επέρχεται απειλή των ατομικών κεκτημένων , καθιστούσαν εξαιρετικά επίπονη την απόπειρα διαχείρισης πλήθους υπό τη μορφή όχλου, η κάθε μία από αυτές τις σελίδες αποκτά ιδιαίτερη λαμπρότητα και ανασύρει ξεχασμένες θύμησες του παρελθόντος, ελέγχει νεοελληνικές συνειδήσεις , λειτουργώντας ως παράδειγμα για το επερχόμενο αύριο.
Και πιο ανάγλυφη απεικόνιση όλων των παραπάνω δεδομένων δε θα μπορούσε να υπάρχει στην ολόλαμπρη σελίδα της μάχης των Δερβενακίων , μια μέρα σαν σήμερα, στις 26 Ιουλίου του 1822. 
Η προετοιμασία των Τούρκων και η στάση των υπόλοιπων «πολιτισμένων» Ευρωπαίων 
Ο ελληνικός αγώνας , στα πρώιμα στάδια μετά το ξέσπασμά του, σε αντίθεση με το ρεύμα των ρομαντικών ιδιωτών υποστηρικτών που βρήκε στα κράτη της υπόλοιπης οικουμένης , αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη βαρβαρότητα από τις επίσημες κρατικές αυλές, τις θελήσεις των οποίων ενορχήστρωνε ο κύριος εκφραστής του ανθελληνισμού , αυστριακός καγκελάριος Μέττερνιχ , ο οποίος δεν έχανε την ευκαιρία να προτρέπει τον σουλτάνο Μαχμούτ να τελειώνει το ταχύτερο δυνατό με αυτή τη ενοχλητική εξέγερση, ειδάλλως θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά στο μέλλον τη στάση των ευρωπαϊκών κρατών σε βάρος των Οθωμανών.
Υπό τις ευλογίες της επίσημης «χριστιανικής» Ευρώπης και μετά το ξεμπέρδεμα με την πληγή που λεγόταν Αλή Πασάς, που ταλαιπωρούσε την Υψηλή Πύλη, κατά τον Ιούνιο του 1822, ο Μαχμούτ Δράμαλης (καταγόταν από την Δράμα, εξ΄ ου πήρε και το όνομά του) , ο οποίος προϊστατο μιας τεράστιας στρατιάς (30-35.000 ανδρών) ξεκίνησε από τη Λάρισα με σκοπό να καταπνίξει την ελληνική ανταρσία. 
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εσωτερικές διαμάχες και φιλοδοξίες που επικρατούσαν στην τουρκική πλευρά, ιδίως μετά τη δολοφονία του Αλή Πασά, είχαν ως κύριο αποτέλεσμα την ανάθεση της εκστρατείας στον υποδεέστερο σε ικανότητες Δράμαλη (σε σχέση με τον Χουρσίτ Πασά) μιας και η πιθανή επιτυχία της επιχείρησης θα αύξανε το κύρος του Χουρσίτ, ο οποίος είχε ήδη περιέλθει στη δυσμένεια του σουλτάνου , ιδίως μετά τη διανομή της αμύθητης περιουσίας του δολοφονηθέντος Αλή Πασά. 
Προς επίρρωση της επιχείρησής του, όπως προειπώθηκε, είχε στη διάθεσή του έναν εντυπωσιακό αριθμό στρατού , ο οποίος αποτελείτο από 20.000 πεζοπόρους στρατιώτες, πάνω από 10.000 ιππείς, κανόνια αλλά και αμέτρητο αριθμό ζώων (μουλάρια, καμήλες κλπ).
Για το μόνο που δεν υπήρξε προίδεασμός και που –εκ του αποτελέσματος- αποδείχθηκε καταλυτικό για την μελλοντική καταστροφή, ήταν η παράβλεψη (ίσως να ήταν και δολιοφθορά εκ μέρους του ανταγωνιστή Χουρσίτ) ως προς τα αποθέματα νερού.
Παρόλαυτα η κάθοδος του Δράμαλη προς το επαναστατημένο νότο άρχισε (Ιούνιος του 1822) ξεκίνησε χωρίς κανένα αξιόλογο εμπόδιο από τις ελληνικές δυνάμεις 

Η αντίδραση της επίσημης ελληνικής κυβέρνησης
Η «νεογνή» ελληνική κυβέρνηση του επαναστατημένου κράτους, διαθέτοντας απειρία αλλά και ανικανότητα , πέραν των όποιων ιδιωτικών πρωτοβουλιών ορισμένων οπλαρχηγών (όπως του Οδυσσέα Ανδρούτσου, κατά την κίνηση του Δράμαλη ), σε καμιά περίπτωση ,δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Άλλωστε , όπως η επίσημη αλλά κυρίως η ανεπίσημη Ιστορία έχει αποδείξει, από τα πρόσωπα που φρόντισαν να καταλάβουν τις κυρίαρχες θέσεις στο πρώτο κυβερνητικό σχήμα , όπως ο Κωλέττης, ο Μαυροκορδάτος, ο Κανακάρης ( μέλη του Εκτελεστικού) , η Πατρίδα δεν είχε να περιμένει τίποτα το ιδιαίτερο , τόσο εξαιτίας της αναξιότητας τους όσο και των ύπουλων ατομικιστικών κινήτρων τους, κατά τη διάρκεια που διοίκησαν, εγκλωβίζοντας το πολυπόθητο όνειρο τόσων γενεών για απελευθέρωση.
Η ανικανότητα της επίσημης κυβέρνησης να προκαλέσει και το παραμικρό ίχνος αντίστασης στον Δράμαλη και η αρχομανία των μελών της, προκάλεσε την οργή και την απογοήτευση του Στρατηγού Μακρυγιάννη , η οποία αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του:
«Ετοιμάζαμε τά καράβια. Μάθαμε μπήκε ο Δράμαλης εις Κόρθο αντουφέκηγος, ότι οι κάτοικοι πήγαν νά κρύψουν τίς φαμελιές τους. Εις τά Ντερβένια (Δερβενοχώρια βορείως τών Μεγάρων,) τούς χτύπησαν. Κι’ αφού τούς είδε τούς Τούρκους από μακρυά ο Αχιλλέας, (ενν. ο λιποτάκτς και δειλός φρούραρχος του κάστρου της Ακροκορίνθου, Ιάκωβος Θεοδωρίδης που εγκατέλειψε ατάκτως το κάστρο της Ακροκορίνθου στο άκουσμα της έλευσης Δράμαλη) ο νέος αξιωματικός τής κυβερνήσεώς μας, άφησε ‘φοδιασμένο κάστρο καί πήρε τόσο ασκέρι κ’ έπιασε τά βουνά. Κι’ ύστερα σκοτώθηκε. Τέτοιους αξιωματικούς θέλει η κυβέρνησή μας νά λευτερώση τήν πατρίδα, νέους. Τούς παλιούς σκότωμα. (Ειρωνεύεται τήν κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, Νέγρη καί Κωλέτη γιατί όρισε ανίκανους αξιωματικούς νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό, ενώ τούς έμπειρους οπλαρχηγούς επιχειρούσε ακόμα καί νά τούς δολοφονήσει). 
Ο Δράμαλης πού πέρασε ατουφέκιστος από τή Λαμία μέχρι τήν Κόρινθο, όχι μόνο οικειοποιήθηκε τούς αμύθητους θησαυρούς τού Κιαμήλ μπέη (που δολοφόνησε ο υποχωρήσας φρούραρχος της Ακροκορίνθου ) και πήρε στο χαρέμι του, τήν πανέμορφη χήρα του. Οι θησαυροί τού Κιαμήλ ήταν κρυμμένοι μέσα σέ ένα πηγάδι καί ανέρχονταν σέ είκοσι εκατομμύρια γρόσια. Η χήρα ξέχασε γρήγορα τόν προηγούμενο σύζυγο καί παρηγορήθηκε μέ τόν νέο κάτοχο τής περιουσίας τού μακαρίτη μπέη τής Κορινθίας. Γιά γαμήλιο δώρο ο Δράμαλης έδωσε στή νύφη, έλληνες αιχμαλώτους, τούς οποίους η Τουρκάλα τούς έχτισε στά τείχη, γιά νά πάρει εκδίκηση γιά τήν ατίμωσή της από τόν φρούραρχο τού κάστρου. 
Εν τω μεταξύ , ο Δράμαλης έσπευσε να προεξοφλήσει την νίκη του και τη διάλυση της ελληνικής εξέγερσης, γνωστοποιώντας το, στην Υψηλή Πύλη , όπου στήθηκαν γλέντια και πανηγύρια. Ανάλογα συναισθήματα ανακούφισης ένιωσαν και οι κλεισμένοι Τούρκοι στο κάστρο του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο ,στο άκουσμα της προέλασης του Δράμαλη, μιας και ο κλοιός , λόγω της έλλειψης εφοδίων , είχε σφίξει επικίνδυνα. 
Ο ελληνικός όχλος πανικοβάλλεται 
Ο ερχομός του Δράμαλη έσπειρε τον πανικό στις τάξεις του απλού λαού. Η κραυγή «έρχονται οι Τούρκοι» δημιούργησε τέτοιο φόβο ώστε σημειώθηκε η δίχως προηγούμενο εγκατάλειψη των χωριών , ιδίως της Αργολίδας. Ως περιπλανώμενοι νομάδες, άρπαζαν ό,τι προλάβαιναν και μπορούσαν να κουβαλήσουν (κότες, φλοκάτες, μικρά μπαούλα) αφήνοντας ερημωμένα τα σπίτια και τις πατρογονικές τους εστίες. Η επικρατούσα αλλοφροσύνη οδηγούσε πολλούς , στην περιοχή των Μύλων, στην προσπάθειά τους να γαντζωθούν σε κάποιο καϊκι που θα τους οδηγούσε στη σωτηρία σε άλλα νησιά, να πέφτουν στη θάλασσα και να πνιγούν . 
Ενώπιον αυτής της άτακτης φυγής , παρουσιάστηκαν φαινόμενα βιαιπραγίας μεταξύ των αλλοφρόνων ηττοπαθών αλλά και λεηλασίας (πλιάτσικο) στα εγκαταλελειμένα σπίτια, στοιχεία που καταμαρτυρούν τον φιλοτομαρισμό της φυλής , ως έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν στη σημερινή μας καθημερινότητα. 
Η επίσημη ηγεσία, πιστή στη στάση της, όπως αναμενοταν, δε μπορούσε σε καμιά περίπτωση να εμπνεύσει θάρρος , σεβασμό και αξιοπιστία στον αλαλάζοντα όχλο , ήταν η πρώτη που φρόντισε να δώσει το «παράδειγμα» θάρρους. Πιο συγκεκριμένα , στη γολέτα “Τερψιχόρη” φρόντισε να επιβιβαστεί η κυβέρνηση μέ πρώτους τόν Ιωάννη Κωλέτη .Είχαν εξαντλήσει όλες τίς ραδιουργίες δίδοντας αξιώματα σέ ανίκανους ανθρώπους πού δέν είχαν ασχοληθεί ποτέ με τη στρατιωτική τέχνη , ενώ ως επιστέγασμα , ο Κωλέτης διέταξε τον σκανδαλοποιό (όπως τον αποκαλούσε) Κολοκοτρώνη,(τον οποίο προηγουμένως είχε απομακρύνει από τα καθήκοντά του) να συνεχίσει την πολιορκία στη Πάτρα. 
΄Ιδια εικόνα , με αυτή της Αργολίδας, επικράτησε και στην προ μηνών απελευθερωμένη αλλά πλέον ερημωμένη Τριπολιτσά, στην οποία , είχαν παραμείνει ελάχιστα μόνο μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας (Δημήτριος Καλαμαριώτης , Ασημάκης Φωτήλας , Διονύσιος Δεληγιάννης). 
Μοναδική εξαίρεση στη γενικότερη ολιγοψυχία που κυριαρχούσε αποτέλεσε ο Δημήτριος Υψηλάντης , ο οποίος δεν έπαψε στιγμή να προσπαθεί να συγκροτήσει αξιόμαχο σώμα , φωνάζοντας «Όσοι πιστοί δια την Πατρίδα, προσέλθετε», εις μάτην όμως. 

Η ώρα του Κολοκοτρώνη Σε αυτές τις ώρες, που η Επανάσταση ψυχορραγούσε και κινδύνευε να σβήσει πριν καλά καλά αρχίσε, καμιά άλλη προσωπικότητα δε μπορούσε να παρέμβει για να αποτρέψει το ηττοπαθές κλίμα και την διαγραφόμενη αποτυχία , από το Γέρου του Μοριά. Η ηγετική μορφή του Γέρου δε θα άφηνε κανένα περιθώριο στο να πιστέψουμε ότι ίσως να πήγαινε στην Πάτρα για τη συνέχεια της πολιορκίας. Η ερήμωση της Τριπολιτσάς, ο τιτάνιος αγώνας για την απελευθέρωσή της αλλά και η αδιαμφισβήτητη αγάπη του για την Τριπολιτσά, οδήγησε τον Κολοκοτρώνη αποκλειστικά στην καρδιά της Πελοποννήσου. Και είναι αλήθεια ότι κανένας άλλος δε θα μπορούσε να ανορθώσει το καταρρακωμένο ηθικό του άτακτου όχλου.
Παροιμιώδης έμεινε ο λόγος του προς το πλήθος που συνάντησε, λέγοντας:
“Βρέ Έλληνες, τούτοι οι Περσιάνοι καί οι Κακλαμάνοι πού ήρθαν είναι πολύ χειρότεροι πολεμιστές από τούς ντόπιους πού νικήσαμε, Φέρανε καί πολλά πλούτη μαζί τους. Καί ξέρετε ποιοί θά τά πάρουν; Όσοι τρέξουν πρώτοι. Οι ύστεροι δέν θά προφθάσουν.” , κάνοντας αναφορές στις μεγαλειώδεις μέχρι τότε μάχες στην Τριπολιτσά, στο Βαλτέτσι κ.α, επιχειρώντας έτσι να μετατρέψει το άτακτο πλήθος σε θερμούς πολεμιστές. 
Αναθέτει σε εμπειροπόλεμους στρατιωτικούς καίρια καθήκοντα, συγκαλεί στρατιωτικά συμβούλια με άλλους έμπιστους συμπολεμιστές (Υψηλάντης, Μαυρομιχάλης, Παπαφλέσσας, Πάνος Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Μεταξάς) προκειμένου να αποφασιστεί η καταλληλότερη θέση για τον αιφνιδιασμό του Δράμαλη ενώ και ο ίδιος αναλαμβάνει την διοίκηση τμήματος , επικεφαλής 1.500 Γορτυνίων από την Καρύταινα .
Πρώτη τους ενέργεια ήταν να στήσουν μικρά στρατόπεδα ώστε να ελέγχουν τά στενά περάσματα τής Αργολίδος. Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης μέ τόν Δημήτριο Πλαπούτα είχαν στρατοπεδεύσει στη Νεμέα. Κατόπιν θά οχύρωναν τό κάστρο τού ‘Αργους καί τέλος θά ζητούσαν από τά πλοία τών Σπετσών καί τής Ύδρας νά στείλουν τρόφιμα καί πολεμοφόδια στούς Μύλους. 
Επιθυμία του ήταν να αναγκάσει τον Δράμαλη να παραμείνει στόν αργίτικο κάμπο πού γνώριζε μια θανατηφόρα ξηρασία καί οχυρωσε τήν ακρόπολη τού ‘Αργους, ώστε νά τήν χρησιμοποιήσει σάν δόλωμα. Ο Δράμαλης έπρεπε νά παραμείνει στό ‘Αργος, καί νά μήν προχωρήσει πρός τούς Μύλους ή τήν Τρίπολη, τήν καρδιά δηλαδή τής επανάστασης. 

Η στρατιωτική του ιδιοφυία 
Ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να στερήσει από τη στρατιά του Δράμαλη κάθε μορφής πρόσβαση σε ανεφοδιασμό , εφαρμόζοντας την τακτική της καμμένης γής. Ο κάμπος του Άργους κάηκε από άκρη σε άκρη ενώ τα πηγάδια που πρόσφεραν νερό στο Δράμαλη, γέμισαν με ψόφια ζώα. Ο τούρκικος ανεφοδιασμός από τη Ρούμελη δεν έφτασε ποτέ μιας και ο Ανδρούτσος και οι οπλαρχηγοί του , είχαν αποκόψει κάθε επαφή. 
Ο Ανδρούτσος γράφει χαρακτηριστικά στον Κολοκοτρώνη, αποτυπώνοντας τη διχόνοια που μάστιζε το Μοριά: 
“Σας στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους γιά νά μονοιάσετε. Κάμετέ τους ό, τι θέλετε. Εγώ υπόσχομαι νά μην αφήσω νά περάσουν άλλοι καί παίρνω πάνω μου τον σερασκέρ Χουρσίτ πασά.” 

Αν και εξαντλημένος από τις κακουχίες, με την πείνα αλλά και τις αρρώστιες να μαστίζουν τα στρατό του Δράμαλη, ο Δράμαλης πολιόρκησε την ακρόπολη του Άργους με σκοπό να μπορέσει να βρει πηγές ανεφοδιασμού , την ίδια στιγμή που οι Έλληνες επιχείρησαν προσπάθειες αντιπερισπασμού , με επικεφαλής τον Δημήτριο Πλαπούτα . Στις συρράξεις που ακολούθησαν στα χωριά της Αργολίδας και ιδίως στην Εκκλησία της Παναγίας του Άργους από το ένοπλο τμήμα του Πλαπούτα, ο οποίος παραλίγο να σκοτωθεί, έριξαν ακόμα περισσότερο το ήδη πεσμένο ηθικό των Ελλήνων, καθώς ο αριθμός των απωλειών ήταν μεγάλος σε συνδυασμό με την αποτυχία να σπάσουν την πολιορκία του Δράμαλη στο Άργος και να βοηθήσουν τον απεγκλωβισμό των πολιορκημένων, από τους οποίους είχαν καταφέρει να διαφύγουν ελάχιστοι .
Το βράδυ τής 23ης Ιουλίου 1822, ο Κολοκοτρώνης επιχείρησε νυχτερινή επίθεση στούς πολιορκητές Τούρκους από τέσσερα σημεία. Με αυτό τον τρόπο, απελευθερώθηκαν και οι τελευταίοι πολιορκημένοι από το κάστρο του Άργους, στο οποίο όταν εισήλθαν οι Τούρκοι όμως, δε βρήκαν τα πολυπόθητα εφόδια που τόσο είχαν ανάγκη. Πήρε την ταπεινωτική απόφαση, αποκομμένος και από την ανεφοδιασμό της Στερεάς Ελλάδας, ενώ στην Πόλη ο σουλτάνος πανηγύριζε την καταστροφή των γκιαούρηδων. Ούτε και οι αγγελιοφόροι πού έστελνε στόν Χουρσίτ δέν κατάφερναν νά περάσουν τίς ενέδρες πού έστηνε ο Ανδρούτσος στήν Ρούμελη μέ αποτέλεσμα να μένει τελείως απληροφόρητος γιά τίς κινήσεις τού τουρκικού στόλου, μέ τον οποίο είχαν ορίσει τόπο συνάντησης το Ναύπλιο. 
Πρόθεσή του όμως ήταν να ξεγελάσει τους Έλληνες , αφήνοντας να διαρρεύσει μέσω ενός χριστιανού γραμματέα του, του Μανούσου , που έπεσε σκοπίμως στα χέρια των Ελλήνων προκειμένου να σπείρει την ψεύτικη πληροφορία ,ότι θα συνεχίσει κατά την Τριπολιτσά , ενώ ο σκοπός του ήταν να ξαναφύγει προς την Κόρινθο και να πάρει το δρόμο της σωτηρίας προς τη Ρούμελη. Από όλους τους οπλαρχηγούς , μόνο ο Κολοκοτρώνης δεν έπεσε στην παγίδα του Δράμαλη, μη διστάζοντας να συγκρουστεί με τους υπόλοιπους (ο Μαυρομιχάλης με τους δικούς του, πιστός στον εγωκεντρισμό του αποχώρησε) σχετικά με το ποια τοποθεσία έπρεπε να επιλεγεί για να τη σύγκρουση με το Δράμαλη. Και κατά την κρίση του Γέρου, το μεγάλο ασκέρι του Δράμαλη θα περνούσε από καλόστρωτο δρόμο και όχι από απάτητα μονοπάτια. Αυτός ήταν ο λόγος που επέλεξε να τον περιμένει στα Δερβενάκια. 

Ο Κολοκοτρώνης εμψυχωτής 

Με τα παρακάτω λόγια , απευθύνεται προς εκείνους που αποφάσισαν να πολεμήσουν στο πλευρό του: 
«Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν καί σήμερα θά πεθάνωμεν διά τήν σωτηρίαν τής πατρίδος μας καί διά τήν εδικήν μας. Ιδού τί πρέπει νά κάμετε, αμέσως νά πάτε στά κονάκια σας νά πάρετε τό ταΐνι (τροφή) σας. Εδιάταξα νά σάς δοθή καθώς καί τά φουσέκια, αλλά νά ήσθε έτοιμοι στό γελέκι όλοι οι δυνατοί. Τούς δέ αδύνατους καί τά περιττά πράγματα, τά ζώα καί ταίς καπόταις σας νά τά στείλετε εις τό αντικρυνό βουνό τού Αγίου Γεωργίου, όπου εδιέταξα νά πάν καί τά δικά μου πράγματα. (Σέ εκείνο τό βουνό ο Κολοκοτρώνης μετακινούσε τά μουλάρια διαρκώς ώστε νά φαίνεται από μακρυά μεγάλη δύναμη καί νά στραφούν οι Τούρκοι στίς Χρυσοκουμαριές πού τούς περίμεναν κρυμμένοι οι άντρες τού Αντώνη Κολοκοτρώνη καί τών υπολοίπων). 
Απόψε ήλθεν η Τύχη τής πατρίδος μας (εννοεί τήν Παναγία) καί μού είπεν ότι είμεθα νικηταί τόσον πολύ, όπου άλλην νίκην καλλιτέραν από τήν σημερινήν δέν εκάναμεν, αλλ’ ούτε θέλομεν κάμει. Έχω τόσην βεβαιότητα νά σάς ειπώ νά μήν πάρετε ούτε τά άρματά σας, διά νά πάρωμεν τών Τούρκων. Σήμερα ο καθείς από εμάς θά καταδιώκη πολλούς, θά πάρητε λάφυρα πολλά καί τούς θησαυρούς τού Αλή πασιά θά τούς μοιράσετε μέ τό φέσι τά φλωριά. Τά χρήματα πού έχουν οι Τούρκοι είναι χρήματα χριστιανικά. Τά είχεν ο τύραννος τής Ηπείρου παρμένα από τούς αδελφούς μας. Ο Αγιος Θεός μάς τά έστειλε καί είναι κελεπούρι δικό μας. 
Αύριον αυτήν τήν στιγμήν θά σάς ιδώ όλους μέ τ’ άρματα τών Τούρκων, μέ τ’ άλογά τους, λαμπροφορεμένους μέ τά ρούχα τους. Ο Θεός είναι μέ ημάς νά μή σάς μέλλη τίποτε, πηγαίνετε νά ετοιμασθήτε καθώς σάς είπα καί νά ελθήτε εδώ όλοι νά ξεκινήσωμεν μαζί.» 
Η μεγαλειώδης νίκη στα Δερβενάκια
Για να μειώσει τις πιθανότητες αλλαγής πορείας των Τούρκων προς τη Νεμέα όπου δέν υπήρχαν μεγάλες δυνάμεις, τοποθέτησε σε ένα ύψωμα πολλά υποζύγια με τις κάπες και τα κόκκινα φέσια των αγωνιστών, τα οποία από μεγάλη απόσταση έδιναν την εντύπωση πολυάριθμου στρατεύματος. Ακολούθησε δέηση στην Παναγία και την Αγία Παρασκευή που γιόρταζε, από τον ιερέα Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο και έπειτα ο Έλληνας αρχιστρατηγός έδωσε αυστηρή διαταγή πρός όλα τα τμήματα να αναμένουν το δικό του σήμα για να ξεκινήσει η μάχη. 
Η εμπροσθοφυλακή τού Δράμαλη μπήκε στά Δερβενάκια καί προχώρησε πρός τό Παληόχανο, τό απόγευμα τής ίδιας μέρας. Οι προπορευόμενοι ήταν Αλβανοί, δηλαδή οι καλύτεροι μαχητές τού οθωμανικού στρατού, οι οποίοι καί ζήτησαν από τόν Κολοκοτρώνη νά τούς αφήσει νά περάσουν. Ο αρχηγός καθυστερούσε νά απαντήσει γιά νά πέσει λίγο ο ήλιος καί νά τόν έχουν απέναντί τους οι Τούρκοι, αλλά καί γιά νά έρθει μεντάτι ο Νικηταράς, πού βρισκόταν στό χωριό Στεφάνι.«Τότε ο αρχηγός έβαλε τήν φωνήν. “Επάνω τους Έλληνες καί μή φοβάστε, σκοτώστε όσους θέλετε από δαύτους”. 
Το ασκέρι του Δράμαλη ξαφνικά , βλέποντας το τι θα ακολουθήσει χωρίζεται σε δυο τμήματα , αφήνοντας πίσω αρρώστους και πολεμικό υλικό και επιλέγει να διαβεί το μονοπάτι του Αγίου Σώστη στα Δερβενάκια ,προκειμένου να εξασφαλίζει το δρόμο προς τη σωτηρία. 
Με τους πρώτους πυροβολισμούς, οι Τουρκαλβανοί αιφνιδιάστηκαν. Δυσκίνητοι καθώς ήταν μέσα στό πλήθος τών αμαξών καί τών υποζυγίων δέν είχαν τήν άνεση νά κινηθούν μέσα στό φαράγγι. Οι Έλληνες ξεχύθηκαν μέ τά γιαταγάνια γυμνά από τίς πλαγιές τών δύο βουνών (Αγριλόβουνο καί βουνό Πανάγου) καί έκλεισαν τόν δρόμο τών Δερβενακίων, μέ αποτέλεσμα οι εχθροί νά ψάξουν γιά διέξοδο στό δρόμο πού περνούσε από τό μοναστήρι τού Αγίου Σώστη, λίγο ανατολικώτερα. Οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν στή θέση Ανεμόμυλος, όπου τούς συνέτριψε τό σώμα τού Αντώνη Κολοκοτρώνη. 
Γύρω στους 10.000 Τούρκους πρόλαβαν να περάσουν από το στενό του Αγίου Σώστη και να ξεχυθούν στην πεδιάδα τής Κουρτέσας, όπου ήταν ανοιχτός ο δρόμος προς την Κόρινθο.
Κατά τη διάρκεια της προσπάθειας σωτηρίας των Τούρκων, καταφθάνει ο Νικηταράς μαζί με τούς Παπαφλέσσα και τα αδέρφια του, τον Υψηλάντη, τον Παναγιώτη Κεφαλά και άλλους 1000 άντρες καί έκλεισαν καί τό στενό τού Αγίου Σώστη. Οι Τούρκοι τότε παγιδεύτηκαν σέ δύο πυρά καί η μάχη μετατράπηκε σέ σφαγή. Μόνο όταν έπεσε το σκοτάδι, σταμάτησε η σφαγή.. Ο αιφνιδιασμός των τούρκων απόλυτος. Η πλαγία στα Δερβενάκια θάβει για πάντα στη γη της πάνω από 4.000 τούρκους. Η λύσσα των Ελλήνων, τα μανιασμένα στίφη προκαλούν πανικό στους οθωμανούς, που πέφτουν στο ρέμα του Αγίου Σώστη , προτιμώντας την αυτοκτονία από το ελληνικό λεπίδι. Η οσμή του αίματος και της νεκρής σάρκας κυριαρχεί παντού. Ο Φωτάκος γράφει: 
«Καθ’ όλον αυτόν τον δρόμον μας εις την ρεμματιάν την νύχτα ευρίσκαμεν κατάστρατα πτώματα Τούρκων και ακούαμε εις τα πλάγια διάφοραις φωναίς πονεμέναις παιδιών πάσης ηλικίας, γυναικών καί τών πληγωμένων καί μας εκυρίευσε φόβος και τρόμος έως να περάσωμεν όλην την ρεμματιάν και εδώ και εκεί έπεφταν και τουφέκια. 
Έως να περάσωμεν και να έβγωμεν εις το Παληόχανον από το φόβον μας, από την λύπην μας καί την πείνα μας ήλθεν η ψυχήν μας εις τα δόντια μας. Τα άλογά μας επατούσαν τους νεκρούς και φοβισμένα και κουρασμένα από τον πολύν δρόμον τα ταλαίπωρα ζώα εβαρέθηκαν και αυτά την ζωήν των. Έβλεπαν τους ανθρώπους ξαπλωμένους κατά γής εδώ και εκεί όπου εβόγκαγαν και εξεψύχαγαν και οι πληγωμένοι ετινάζοντο από τους πόνους» 
Μετά τον όλεθρο, οι πασάδες πού δέν κατάφεραν νά περάσουν γύρισαν πίσω καί πήγαν πρός την (Τίρυνθα, αφού οι Τούρκοι τού Ναυπλίου δέν τούς επέτρεψαν νά εισέλθουν στήν πόλη. 
Ο Δράμαλης επέμεινε στην απόφασή του να φτάσει στην Κόρινθο. Αυτό τό γνώριζε ο Κολοκοτρώνης καί οργάνωσε σχέδιο μέ τό οποίο θά προσπαθούσε νά αποκλείσει τούς πασάδες, τούς οποίους ήλπιζε νά τούς πιάσει καί ζωντανούς. Έστειλε αμέσως τό Νικηταρά, τόν Δημήτριο Υψηλάντη, τον Κεφάλα, τόν Χελιώτη, τους αδελφούς Φλέσσα (Παπαφλέσσα, Νικήτα καί λοιπούς) νά πιάσουν τό στενό στό χωριό Αγιονόρι Κορινθίας. 

Ο ρόλος του Νικηταρά Ο αγνότερος και πιο ανιδιοτελής αγωνιστής της Αγώνας , ο Νικηταράς έδωσε δείγματα γραφής της γενναιότητάς του τόσο στα Δερβενάκια όσο και στη μάχη που αργότερα ακολούθησε στο Αγιονόρι Κορινθίας, όπου επαναλήφθηκε το σκηνικό των Δερβενακίων. 
Στις 28 Ιουλίου 1822 εμφανίζεται η αποδεκατισμένη στρατιά του Δράμαλη στ’ Αγιονόρι. 
Προσπαθεί να εμψυχώσει τους έντρομους τούρκους, διατάζοντας προσευχές στον Αλλάχ και λέγοντας τους ότι “Χίλιοι μονάχα κλέφτες είναι. Πιάστε τους μέ τά χέρια σας γενναία καί περήφανα παιδιά τού Οσμάν!” Οι άμοιροι μουσουλμάνοι , τυφλωμένοι από την παραφροσύνη και το μίσος , επιχειρούν να πιάσουν με τα χέρια τους , τους Έλληνες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να βγουν τα γιαταγάνια από τα ελληνικά θηκάρια, με μπροστάρη τον Νικηταρά. 
Από το σημείο αυτό και μετά , ξεκινάει ένας δεύτερος γύρος ανιλεούς μακελειού, πιο σκληρού από αυτό που προηγήθηκε στα Δερβενάκια. Οι ατυχείς αγαρηνοί καταφέρνουν να αφήσουν εκατόμβη κουφαριών και στο Αγιονόρι. 
Ο ίδιος ο Νικηταράς λυγίζει από το μέγεθος της σφαγής. 
Σφίγγει η καρδιά του, καθώς ο μέγας πατριώτης πολεμούσε για την ελευθερία της Πατρίδος, με το χαμό που έχει προηγηθεί. Τέσσερα σπαθιά σπάνε στα χέρια του , κατά τη διάρκεια της μάχης αλλά ο Νικηταράς αυτοενθαρρύνεται: «Κουράγιο Νικήτα. Τούρκους σφάζεις». 
Μετά τη μάχη των Δερβενακίων, ένας ετοιμοθάνατος τουρκαλβανός το δεν πρόλαβε να διαφύγει και έπεσε στα χέρια του Νικηταρά. Μόλις τον είδε ο Νικηταράς, ο τραυματισμένος , απογοητευμένος του είπε : «Έλα να μου πάρεις το κεφάλι» , χωρίς να ξέρει ότι αυτός που τον βρήκε ήταν ο Νικηταράς. 
Και ο Νικήτας του απαντάει : «Ωρέ, εγώ είμαι πολεμιστής για την Πατρίδα μου, δεν είμαι δήμιος που παίρνει κεφάλια» και ευθύς τον φορτώνεται στον ώμο για να τον πάει στο γιατρό . Κατά τη διάρκεια της πορείας προς το γιατρό, ο τουρκαλβανός , μαθαίνει ότι αυτός που τον κουβαλάει είναι ο Νικηταράς και τρομοκρατείται. Ευθύς βγάζει ένα μικρό λεπίδι στα κρυφά και κόβει μια τούφα μαλλιών από τον Νικηταρά. Αυτός , τον αντιλαμβάνεται και του λέει «Ωρέ σκιπιτάρη, δεν έχεις μπέσα. Εγώ πάω να σε θεραπεύσω και συ ύπουλα εσκέφθεις να μου πάρεις το κεφάλι» 
Και αυτός απαντάει ότι ήθελε να έχει για φυλακτό μια τρίχα από τον Καπετάν Νικήτα. 
Λίγο αργότερα, μερικές στιγμές πριν πεθάνει , έδωσε στο γιατρό τα μαλλιά του Νικηταρά, λέγοντάς του «Γιατρέ , πάρε να τα έχεις φυλακτό, είναι από τον Νικηταρά» Συνέπειες της μάχης Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη ήταν ελάχιστες. Μεταξύ των πεσόντων στο πεδίο της τιμής , ήταν τρία ανήψια του Κολοκοτρώνη. Οι 2.000 άνδρες του Γέρου προξένησαν ανεπανόρθωτη ζημιά στον αλαζόνα πασά Δράμαλη , ο οποίος λέγεται είτε πέθανε από τη θλίψη του λίγους μήνες αργότερα είτε ότι αυτοκτόνησε. Η καταστροφή της στρατιάς του θα ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη, αν οι απείθαρχοι Έλληνες δεν επιδίδονταν σε μια άνευ προηγουμένου λαφυραγωγία του τουρκικού πλούτου, αφήνοντας έτσι μεγάλο τμήμα του εχθρού να διαφύγει. Ο μόνος που δεν καταδέχτηκε να πάρει τίποτα σαν λάφυρο ήταν ο αγνός Νικηταράς, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του υπέφερε από την πείνα και την ανέχεια. Σε αυτόν , χάρισαν οι άνδρες του ένα σπαθί φτιαγμένο από την οπλοποιεία της Δαμασκού και δυο πιστόλες . 
Η ελληνίδα μούσα απαγγέλει: 
«Ήταν ασκέρι τούρκικο, μιά κοσαριά χιλιάδες. 
Ήταν πασάδες ξακουστοί, πολοί ντερεμπεήδες,δέν ετηράξανε στρατό, μηδέ καί παλληκάρια,καί άλα – άλα κάνανε, στόν Αγιο Σώστη πάνε. Μά κεε τούς καρτεράγανε με δυνατό ντουφέκι,ο καπετάν Νικηταράς κ’ οι Κολοκοτρωναίοι.Δώστε Φωτιά, μωρέ παιδιά, προσέχτε παλληκάρια.Κ’ ευθύς εξεσπαθώσανε, τούς έδωκαν ντουμάνι. της Ρούμελης οι μπέηδες και τού Μωριά οι λεβέντες; Στά Δερβενάκια κείτονται, κορμιά χωρίς κεφάλι,στρώμα ‘χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο την πέτρα, κ’ έχουνε για παπλώματα τους πάγους και τα χιόνια. 
Η νίκη στα Δερβενάκια εδραίωσε την τρεμάμενη φλόγα της Επανάστασης που κινδύνευε να σβήσει και την έκανε πύρινη φωτιά στους επανασταστημένους, Ταυτόχρονα όμως φανέρωσε άλλη μια φορά τα τρωτά της φυλής μας και ξεγύμνωσε τους «επίσημους» κυβερνώντες που , μετά τη νίκη , επανήλθαν στο προσκήνιο , προκαλώντας τα όσα η Ιστορία έχει καταγράψει (φυλακίσεις ηρώων, εκτελέσεις, υποταγή στους ξένους κλπ) 

Επίλογος 
Η εποχή των τουρκικών σήριαλ, ο ωχαδερφισμός και η επίπονη προσπάθεια για επιβίωση , χρόνο με το χρόνο, προσπαθούν και εν πολλοίς έχουν καταφέρει να συμβάλλουν στο ξεθώριασμα της μνήμης των Δερβενακίων , όπως και των άλλων σημαντικών ιστορικών στιγμών, με πρώτη και ηχηρότερη την απουσία της επίσημης –όπως τότε – πολιτείας Ανεξάρτητα με το πόσο ο καθένας από εμάς θέλει να σκύψει με ευλάβεια ή όχι, ο αγέρωχος τύμβος του Γέρου , θα ατενίζει τον αργίτικο κάμπο στο ύψωμα των Δερβενακίων , όσοι υπάρχουν αδούλωτοι άνθρωποι και θα δείχνει δρόμο, ελέγχοντας συνειδήσεις..