Σε επιφυλακή βρίσκεται το επιστημονικό προσωπικό της χώρας για τη διασπορά του κορωνοϊού στην κοινότητα και τις πιέσεις που ασκεί στο σύστημα υγείας η συνύπαρξη της ταχύτατα μεταδιδόμενης μετάλλαξης Όμικρον με την μετάλλαξη Δέλτα η οποία εξακολουθεί να παραμένει απειλητική.
Αυτή την ώρα οι επιστήμονες ενημερώνουν για την πορεία των εμβολιασμών και για την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα.
Η ενημέρωση πραγματοποιείται στο υπουργείο Υγείας, από την Αναπληρώτρια υπουργό Υγείας Μίνα Γκάγκα, την Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Βάνα Παπαευαγγέλου και τον Επίκουρο Καθηγητή Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκα Μαγιορκίνη.
Ξεκινώντας την ενημέρωση η κ. Γκάγκα σημείωσε ότι η πανδημία βρίσκεται σε «υψηλά σταθερό μέτρο». Όπως είπε, τα κρούσματα είναι ψηλά και σταθερά αλλά τα νοσοκομεία πιέζονται. Πρέπει – σημείωσε για ένα διάστημα ακόμα να είμαστε προσεκτικοί. Οι άνθρωποι που καταλήγουν είναι ανεμβολίαστοι ή όσοι δεν έχουν κάνει την τρίτη δόση.
Η κ. Παπαευαγγέλου στη συνέχεια είπε ότι το επιδημιολογικό φορτίο είναι υψηλό με τον αριθμό των κρουσμάτων να είχει μειωθεί κατά 35%. Παρατηρήθηκε, όπως είπε αύξηση νέων κρουσμάτων σε ευάλωτους άνω των 65 ετών και η πίεση εξακολουθεί να απασχολεί. Παρά την αύξηση των διαθέσιμων κλινών η κάλυψη παραμένει υψηλά.
Σημείωσε ότι σημαντικό είναι ότι παρατηρείται σταθεροποίηση στον αριθμό των διασωληνωμένων και των εισαγωγών.
Τα ελληνικά δεδομένα επιβεβαιώνουν τη θωράκιση της υγείας μας με τη τρίτη δόση, ανέφερε η κ. Παπαευαγγέλου, λέγοντας ότι η μετάλλαξη Όμικρον αποτελεί το 80% των νέων κρουσμάτων και ότι παράλληλα, εξακολουθεί να κυκλοφορεί και η Δέλτα.
Το 50% έχουν μολυνθεί με τη Δέλτα, ενώ περισσότερα από 60% στη Βόρεια Ελλάδα είναι με τη Δέλτα, σημείωσε.
Αναφερόμενη στα κρούσματα στα παιδιά είπε ότι παρατηρήθηκε μείωση κρουσμάτων κατά το 10-16 Ιανουαρίου που άνοιξαν τα σχολεία. Ο αριθμός των κρουσμάτων όπως είπε, μειώθηκε σε 36.300 νέα κρούσματα ενώ τόνισε ότι το σχολείο είναι ασφαλές για τα παιδιά μας και ότι ο δείκτης θετικότητας στα παιδιά είναι εξαιρετικά χαμηλός.