«Δεν ξέρω να υπάρχει μορφή που να ξυπνά μέσα μας τόσες εικόνες επιταφίων και αναστάσεων· ήμουν έτοιμος να πω πως το έργο του θα μπορούσε να πλαισιωθεί με την υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: με μιαν ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα». Ετσι αποχαιρετά ο Σεφέρης τον Σικελιανό στις «Δοκιμές» του, το 1951.
Μεγάλη Εβδομάδα, η υψηλότερη μορφή της άνοιξης. Κι ας αρχίζει με το μαύρο του θανάτου και τον θρήνο της Μαρίας: «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,/ άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω», όπως μοιρολογά η μάνα στον «Επιτάφιο» του Ρίτσου.
«Σήμερα ο Aδης ηνεώχθη/ γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς/ και στου θανάτου εσύ την όχθη/ άφατο δρόμο ακολουθάς/ έγγιστε κι ανέγγιστε/ των μεγίστων μέγιστε/ των μεγίστων μέγιστε», θρήνησε και ο Γκάτσος το «τίποτα» της Μεγάλης Παρασκευής.
Είναι μια Μεγάλη Εβδομάδα που οδηγεί στην έκσταση της επανόδου· στη νίκη της γλυκιάς ζωής στη μαυρίλα του θανάτου, παραφράζοντας τον Σολωμό. «Δυο φλόγες που φιλιούνται/ είναι η Ανάσταση./ Δυο φλόγες που δεν φιλιούνται/ είναι η Μεγάλη Παρασκευή», έβαλε διά παντός τα πράγματα στη θέση τους ο Στρατής Πασχάλης.
Αλλά «οι μικρές μέρες χωράνε μεγάλες λύπες», έγραψε ο Αλέξης Τραϊανός· «έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο», σαν να συμπλήρωσε ο Καρούζος. Η Παρασκευή όμως είναι Μεγάλη και η –έστω για λίγο– παύση του χρόνου προοικονομεί την άγρια χαρά, με άνθη χριστιανικά και ρίζες διονυσιακές, αφού «στην Ελλάδα και ο Διόνυσος είναι Εσταυρωμένος», αν πιστέψουμε τον Σεφέρη.
Μια άγρια χαρά μέσα σε έναν «τελευταίον ασπασμόν», σαν εκείνο μιας «Μ. Παρασκευής» του Ελύτη: «Σαν να ‘μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’/ ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά/ κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών/ το “δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν”».
Ιδιος νέος αγένειος –σαν άλλος «διονυσόδοτος Χριστός» ή «Απόλλων διονυσόδοτος» του Σικελιανού–, με εκείνον που περιγράφει ο Γιώργος Ιωάννου στον «Επιτάφιο θρήνο», σε ένα μπαλκόνι πολυπληθούς πανδοχείου στην Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια: «Βγαίνοντας από την εκκλησιά ο Επιτάφιος, τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μες στις γειτονιές με τα κλειστά, όπως είπαμε, ισόγεια, με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού, και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου. (…) Πάντως, ακούσαμε τις πρώτες νότες του ν’ απομακρύνονται και ήταν η μοναδική ίσως στιγμή που νιώσαμε ένα σφίξιμο, που μέναμε έτσι μακριά από το πλήθος και το συρφετό, ενώ εκεί ανήκαμε, μπορούσαμε να είμαστε κι εμείς κατόπι του, σηκώνοντας σκόνη τεφρή με τα ποδάρια μας, μα ώσπου να διαλογιστούμε αυτά, πιάσαμε θέσεις στο παράθυρο να δούμε τον λαμπρό του γυρισμό στο λαξευτό μνημείο του. Και όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει, να προηγούνται τα μικρά παιδιά, ν’ ανάβουνε κεριά στα υψηλά πατώματα, ετοιμαστήκαμε κι εμείς να απολαύσουμε το μέγα θέαμα, στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας».
«Ομως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα. Κι εμείς/ τι θ’ απογίνουμε/ σ’ ένα παγκάκι/ αθάνατοι/ καθώς νυχτώνει;».
Ισως και ο Γιάννης Αντιόχου ήθελε να δείξει έναν δικό του, κίτρινο Χριστό, αν και θα προτιμούσε την οδό Σατωβριάνδου: «Τότε είναι που θέλω να σε φωνάξω να ‘ρθείς κι εσύ να δεις:/ –πως εδώ στέκει σταυρωμένος/ ο κίτρινος Χριστός του Γκογκέν/ αυτός ο αχαλίνωτος συνένοχός μας/ αυτός ο ήλιος–/ τότε είναι που θέλω να σε πείσω να σηκώσουμε μαζί τον σταυρό Του, να τον κουβαλήσουμε στην άκρη του λιμανιού, να τον αλείψουμε με την κολόνια του νεκρού, να μοσχοβολήσει, ν’ αναληφθεί».
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στη Μαρία, την εξανθρωπισμένη Παναγία, που ρωτάει θρηνώντας «πού έδυ Του το κάλλος»· στη Μαγδαληνή που ελπίζει, διά του Χριστιανόπουλου, ότι «ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο/ εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ»· την ίδια Μαγδαληνή του Βάρναλη: «Εγώ μονάχα το νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή…/ πόσο, Χριστέ σουν άνθρωπος! Κ’ εγώ θα σ’ αναστήσω!»· ανάμεσα στον Ιούδα που, για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, «τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα/ ο πυρετός τού έκαιγε στο στόμα· τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή/ ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση»· και κάπου εκεί, λοιπόν, όλα τα συμμαζεύει –με μπουζούκι για ισοκράτημα– ο Μάνος Χατζιδάκις, στον δικό του Επιτάφιο, στη «Μελισσάνθη». Μα πάντα, «όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση», όπως εκείνη του 1945 που θησαυρίζει στις «Μέρες» του ο Σεφέρης.
Διψασμένος για τα πάθη που τελειώνουν αγκαζέ με την εβδομάδα: «Ηταν Μεγάλη βέβαια» –επιμένει ο Βαρβέρης– «γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις –/ θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;/ Ετσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα/ θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει./ Ομως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα./ Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε/ σ’ ένα παγκάκι/ αθάνατοι/ καθώς νυχτώνει;».
Αλλά τον καθησυχάζει με τη δική της –εκστατική– τρυφερότητα η Ζωή Καρέλλη: «Υπάρχει πάντα η ανάσταση,/ όχι ορισμένη και πιθανή,/ υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,/ η φωτεινή έκσταση, δεν μπορούν/ δίχως αυτήν οι άνθρωποι,/ που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή».
Με την ίδια εκστατική τρυφερότητα του Σαχτούρη: «Ετσι/ σαν ήρθε η Ανάσταση/ ντυμένος μαύρα/ μ’ ένα κόκκινο κερί/ βγήκα/ τρελός/ στους δρόμους/ ήμουνα ένα κίτρινο/ πουλί/ σαν κι αυτά που ζωγράφιζε/ ο Modigliani».
Και πάντα, βέβαια, του Σολωμού: «Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,/ όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·/ μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες/ με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·/ ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες/ ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·/ φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,/ πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι».
Κι ας «λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου», κ. Καρούζο.
ΠΗΓΗ kathimerini.gr