Τα τελευταία μέτρα της πλέον αμφίρροπης, αλλά και συνάμα πιο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης των τελευταίων 20 ετών, κατά τον διεθνή Τύπο, διανύει η Τουρκία, καθώς τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων προδιαγράφουν μια κούρσα με χαρακτηριστικά πολιτικού θρίλερ και παγκόσμιες προεκτάσεις. Για πρώτη φορά μετά το 2003, οπότε εξελέγη πρωθυπουργός, ο σημερινός πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αισθάνεται βαριά την ανάσα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τον οποίο οι αναλυτές φέρνουν με οριακή διαφορά πρώτο στις κάλπες της 14ης Μαΐου, οπότε θα διεξαχθούν οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές για την εκλογή του νέου προέδρου και των 600 μελών της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Τουρκία.
Με τη διαφορά των δύο μονομάχων να κυμαίνεται στα όρια του στατιστικού λάθους -στο 3,4% στην τελευταία μέτρηση της εταιρείας ORC Research, με τον Κιλιτσντάρογλου να λαμβάνει 48% έναντι 44,6% του Ερντογάν-, ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) προπορεύεται σταθερά στις 12 από τις 15 δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν τον περασμένο μήνα, εντείνοντας τους κλυδωνισμούς της παντοκρατορίας Ερντογάν.
Πολύ περισσότερο όταν οι πιθανότητες δεν φαίνεται να είναι με το μέρος του σημερινού Τούρκου προέδρου, αν κανείς εκ των δύο διεκδικητών του προεδρικού θώκου δεν καταφέρει να συγκεντρώσει περισσότερο από το 50% των ψήφων που απαιτείται, για να επικρατήσει από τον πρώτο γύρο, οδηγώντας την προεδρική εκλογή στον δεύτερο και αποφασιστικό γύρο στις 28 Μαΐου, ενδεχόμενο που αναμένεται να εκτοξεύσει την πόλωση στη γειτονική χώρα, αλλά και να οδηγήσει στο τέλος της διεθνούς εικόνας του Ερντογάν ως του διαχρονικά ανίκητου.
Σε αυτή την προοπτική, η αλλαγή σκυτάλης στην Αγκυρα θα σηματοδοτήσει την πρώτη νίκη της Δημοκρατίας απέναντι στους σύγχρονους αναθεωρητές ηγέτες, όπως επεσήμανε το πρωτοσέλιδο του περιοδικού «Economist», προκαλώντας την οργή του «Σουλτάνου» και της αυλής του, που κραδαίνουν το άλλοθι της παρέμβασης του ξένου παράγοντα μπροστά στην περίπτωση εκλογικής συντριβής τους.
Ο επιφαινόμενος πολιτικός σεισμός, απότοκο της σοβαρής πιθανότητας ο Ερντογάν να ηττηθεί μετά από 20 χρόνια στην εξουσία, πυροδοτεί ποικίλα σενάρια, αλλά και βαθύ προβληματισμό στα κέντρα λήψης αποφάσεων, καθώς Ουάσινγκτον, Βρυξέλλες, Μόσχα και Πεκίνο παρακολουθούν πολύ στενά τα εκλογικά τεκταινόμενα στη χώρα.
Το ζωτικό ενδιαφέρον της Δύσης, αλλά και των υπόλοιπων υπερδυνάμεων, αποτυπώνεται όχι μόνο στο τελευταίο εξώφυλλο του περιοδικού «Economist», το οποίο περιγράφει τις τουρκικές εκλογές ως «τις πιο σημαντικές εκλογές του 2023», αλλά και στις περισσότερες αναλύσεις παγκόσμιων ειδησεογραφικών δικτύων, όπως το Bloomberg, καθώς, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, οι πολύπλευρες συνέπειες που θα παράγουν οι επιλογές των 60,7 εκατομμυρίων Τούρκων ψηφοφόρων στις κάλπες εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν άμεσα -αν όχι καθοριστικά- το διεθνές σύστημα, τις ευρωατλαντικές σχέσεις, την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τη διαχείριση του Προσφυγικού-Μεταναστευτικού, αλλά και τις λεπτές ισορροπίες στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Αυταρχισμός και χειραγώγηση
Στη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, η Αγκυρα ρέπει ολοένα περισσότερο προς τον αυταρχισμό, όπως παρατηρούν οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί, χωρίς, ωστόσο, ο υπερσυγκεντρωτισμός εξουσιών, πόρων και εργαλείων χειραγώγησης στα χέρια του Ερντογάν να εγγυάται την άνετη επικράτησή του. Με δεδομένο ότι ο ηγέτης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπυξης (ΑΚΡ) πρωταγωνιστεί αδιάλειπτα στην πολιτική σκηνή της χώρας επί 20 χρόνια αναπαράγοντας την εξουσία του ενίοτε μέσα από ιδεολογήματα και μαξιμαλιστικές αφηγήσεις, οι οποίες συνθέτουν το αφήγημα του νεο-οθωμανισμού, δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ο απόλυτος πολιτικός survivor, καίτοι η αδιαμφισβήτητη ισχύς του τα προηγούμενα χρόνια περνά μέσα από τις μυλόπετρες της καθημερινότητας, αβίωτης για εκατομμύρια Τούρκους πολίτες.
Εστω όμως και με πριονισμένα τα φτερά του από το ράλι του πληθωρισμού, που σκαρφάλωσε στο 85,51% τον περασμένο Οκτώβριο και άγγιξε το 43,68% τον περασμένο μήνα, αλλά και εξαιτίας της εκτίναξης του κόστους ζωής (π.χ. το κρεμμύδι αγγίζει το 1,41 ευρώ ή τις 30 λίρες), ο Τούρκος πρόεδρος δεν αποκλείεται να εξασφαλίσει μια τρίτη θητεία, για την οποία, άλλωστε, τροποποίησε τα συνταγματικώς προβλεπόμενα της χώρας.
Με έντονη την παραφιλολογία περί νοθείας και με το κακό προηγούμενο των δημοτικών εκλογών το 2019, οπότε οι σχετικοί ψίθυροι κατέστησαν σχεδόν εκκωφαντικοί μετά τα αποτελέσματα (για τα οποία το πρακτορείο Anadolu κατηγορήθηκε για παραποίηση στοιχείων), αρκετοί αναλυτές δεν παραβλέπουν τη μοναδική επιδεξιότητα του Ερντογάν να διατηρείται κάθε φορά στην εξουσία, πιστώνοντάς του ένα μοναδικό ταλέντο, αυτό του να εξουδετερώνει εν κινήσει τους πολιτικούς αντιπάλους του, ακόμη κι αν αυτοί έστεκαν για χρόνια στο πλάι του, όπως οι Αχμέτ Νταβούτογλου και Φετουλάχ Γκιουλέν.
«Η ολοένα πιο εμφανής επιστροφή του σε ένα κλειστό και αποκλειστικό πολιτικό Ισλάμ, οι εκκεντρικές στροφές του, η καταστολή διανοουμένων, προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης, των μέσων ενημέρωσης και όλων εκείνων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να τον επισκιάσουν τα τελευταία χρόνια δεν έχουν ζημιώσει τη μεγάλη δημοτικότητά του», επισημαίνει με νόημα η «Le Temps», περιγράφοντας πως ο Τούρκος πρόεδρος είναι ακόμη ζωντανός στο πολιτικό παιχνίδι.
Λαϊκή οργή
Για πρώτη φορά, ωστόσο, η συσσώρευση λαϊκής οργής και άκρατου θυμού φέρνουν τον «Σουλτάνο» πιο κοντά από ποτέ στην ιδέα της αναγκαστικής «αποστρατείας», καθώς η παραπαίουσα τουρκική οικονομία, η κατακρήμνιση της τουρκικής λίρας, η ελεύθερη πτώση της αγοραστικής δύναμης των μέσων πολιτικών, αλλά και η δαιμονοποίηση 4 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων που διαβιούν στη γείτονα δονούν συθέμελα το μέχρι πρότινος παγιωμένο καθεστώς του.
Το όποιο υπαρξιακό άγχος διατρέχει τον Τούρκο πρόεδρο δεν πηγάζει, ωστόσο, αναγκαστικά και μόνο από την οικονομική κρίση, η οποία σοβεί στη χώρα επισπεύδοντας την επιστροφή του ΔΝΤ, ή από την αιφνίδια φθορά που υπέστη από τους δίδυμους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου, αλλά πρωτίστως από την παράσταση νίκης που καταγράφεται υπέρ του Κιλιτσντάρογλου. Ο 74χρονος συνταξιούχος ανώτερος υπάλληλος, προερχόμενος από τις υπηρεσίες της Κοινωνικής Ασφάλισης της Τουρκίας, φάνταζε ως αμελητέα ποσότητα όλα τα τελευταία χρόνια στα μάτια του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος επιτιμητικά του είχε προσδώσει το προσωνύμιο «Μπέη Κεμάλ», αποδίδοντάς του μια ελιτίστικη θεώρηση της πολιτικής, αλλά και της καθημερινότητας.
Ο Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από το 2010, αποκήρυξε το εθνικιστικό υπόβαθρο του κόμματός του που ιδρύθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ, προσαρμόζοντας τη ρητορική και την προεκλογική του εκστρατεία σε χαμηλούς τόνους και επικεντρώνοντας τη διάχυση των πολιτικών μηνυμάτων του μέσα από την παραγωγή βίντεο με φόντο την κουζίνα του σπιτιού του!
Γνωστός ως μετρ της μετριοπάθειας και των συναινέσεων, ο Κιλιτσντάρογλου έγινε ευρύτερα γνωστός από τον πολιτικό του αγώνα κατά της διαφθοράς, ηγούμενος το 2017 μιας πορείας από την Αγκυρα στην Κωνσταντινούπολη, μιας τουρκικής εκδοχή της πορείας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, με παρόμοιο επίδικο, δηλαδή τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και του Κράτους Δικαίου, τα οποία απουσιάζουν κραυγαλέα από τη χώρα.
Παρότι στο παρελθόν έχει αντιμετωπίσει τον Τούρκο πρόεδρο χωρίς αξιοσημείωτες επιδόσεις, το γεγονός ότι κατάφερε αυτή τη φορά να συνασπίσει έξι τουρκικά κόμματα (CHP, IYI Party, Future Party, DEVA Party, Felicity Party και το Δημοκρατικό Κόμμα) υπό την ομπρέλα της Λαϊκής Συμμαχίας πρόσθεσε πόντους στην οικοδόμηση του αντίπαλου δέους του Ερντογάν, έχοντας ανοίξει βηματισμό νίκης σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Δημοσκοπήσεις
Σε περίπτωση επικράτησης του Κιλιτσντάρογλου, σύμφωνα με το περιοδικό «Foreign Policy», «η Τουρκία μπορεί για άλλη μία φορά να είναι δημοκρατική, ευημερούσα, έτοιμη να επιδιώξει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και καλύτερα ευθυγραμμισμένη με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ». «Χωρίς αμφιβολία, θα είναι ένας αναστεναγμός ανακούφισης για εκατομμύρια Τούρκους εάν ο Ερντογάν νικηθεί και παραιτηθεί από το αξίωμά του», επισημαίνεται, μολονότι «είναι απίθανο η Τουρκία να επιστρέψει σε ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ», με δεδομένες τις βαθιές ρίζες του καθεστώτος Ερντογάν.
Σε απόλυτους αριθμούς, πάντως, πρόκειται για μια σφιχτή κούρσα με τις πιθανότητες ήττας για τον Ερντογάν να «είναι 50-50», κατά το Politico, το οποίο χαρακτηρίζει τις δημοσκοπήσεις στην Τουρκία «θολή υπόθεση» για την εξαγωγή των όποιων προεκλογικών συμπερασμάτων. Πάντως, παρά τη μεγιστοποίηση της φθοράς του καθεστώτος Ερντογάν σε σχέση με κάθε προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που προτρέπουν τους πολιτικούς του αντιπάλους να μην ξεγράψουν τον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος διατηρεί έναν μηχανισμό ελέγχου που διατρέχει κάθετα την τουρκική κοινωνική διαστρωμάτωση, παράλληλα με τα ισχυρότατα ερείσματα που έχει αναπτύξει στις Ενοπλες Δυνάμεις, στη Δικαιοσύνη και την κρατική γραφειοκρατία.
Αν και τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει μεταμορφωθεί σε ένα νεο-οθωμανικό κακέκτυπο, τίποτε δεν εγγυάται ότι ο Ερντογάν θα αποδεχθεί νηφάλια την ήττα του, εφόσον αυτή τελικά επέλθει, ούτε ότι η μεταβίβαση της εξουσίας θα είναι ομαλή. «Αν χάσει, ο Ερντογάν θα φύγει από την εξουσία;» διερωτάται με νόημα η «Le Monde», προειδοποιώντας: «Ξέρουμε πως θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του αυτή τη φορά για να μη χάσει την εξουσία. Δεν θα πάει ήσυχα».
Ηδη η αποστροφή του στενού συνεργάτη και δελφίνου του Ερντογάν, υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, με την οποία κατηγόρησε τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν πως επιχειρεί «πολιτικό πραξικόπημα» στις κάλπες της 14ης Μαΐου εντείνει τους φόβους για την εσωτερική κατάσταση την επομένη των εκλογών, ιδίως στο ενδεχόμενο να υπάρξει αναντιστοιχία μεταξύ Προεδρίας και Βουλής, δηλαδή να έχει επικρατήσει, για παράδειγμα, ο Κιλιτσντάρογλου, έχοντας όμως τα χέρια του δεμένα μπροστά σε μια νέα ερντογανική Βουλή.
Ενεργό, επίσης, παραμένει και το σενάριο επικράτησης του Τούρκου προέδρου, αλλά με την αντιπολίτευση να ελέγχει τη Βουλή, σύμφωνα με το Economist Intelligence Unit.
Δείγματα γραφής για τις ΗΠΑ
Πάντως, η «τουφεκιά» του Νο2 της κυβέρνησης του ΑΚΡ προς τον ένοικο του Λευκού Οίκου δεν θεωρείται καθόλου τυχαία, καθώς η αναπαραγωγή της αντιδυτικής προπαγάνδας στην εκλογική βάση του Ερντογάν, αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από σκληροπυρηνικούς σουνίτες μουσουλμάνους από χαμηλά μορφωτικά και οικονομικά στρώματα, συνιστά ένδειξη της απόπειρας του κυβερνώντος κόμματος να συσπειρώσει τις δυνάμεις του, ιδίως στα εκλογικά του προπύργια, δηλαδή στα βόρεια, στην ενδοχώρα και στα νοτιοδυτικά, όπου ο φονικός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου ανέτρεψε άρδην τα εκλογικά δεδομένα.
Συγκεκριμένα, δέκα από τις επαρχίες που επλήγησαν αποτελούσαν διαχρονικά κάστρα του ΑΚΡ, οι σεισμόπληκτοι υπολογίζονται σε περισσότερα από 10 εκατομμύρια, εκ των οποίων 1 εκατομμύριο αδυνατεί να προσέλθει στις κάλπες λόγω εκτοπισμού, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου (YSK) Αχμέτ Γενέρ. Ενδεικτικό της εκλογικής απώλειας για τον Τούρκο πρόεδρο είναι το γεγονός ότι σε πόλεις που καταστράφηκαν ολοσχερώς, όπως η Γκαζιαντέπ, τα ποσοστά του ΑΚΡ ξεπερνούσαν το 50%. Μάλιστα, στις δημοτικές εκλογές του 2019 το κόμμα του Ερντογάν συγκέντρωσε στην ίδια πόλη ποσοστό 53,99%.
Σημαντικό έρεισμα φαίνεται να διατηρεί ακόμη ο ίδιος και μεταξύ των Τούρκων της Διασποράς, καθώς 3,4 εκατομμύρια έχουν ήδη ψηφίσει μέχρι τις 27 Απριλίου, ανάμεσά τους και αρκετοί φανατικοί, Ευρωπαίοι στην πλειοψηφία τους, οπαδοί του «Σουλτάνου». Στον αντίποδα, υπό τον απόλυτο έλεγχο της αντιπολίτευσης τελούν τα παράλια, όπως επιβεβαίωσε το «κόκκινο ποτάμι» που σχηματίστηκε από οπαδούς του Κιλιτσντάρογλου κατά την ομιλία του στη Σμύρνη, καθώς τόσο η πολιτική παράδοση της πόλης όσο και ο ίδιος εξακολουθούν να αποπνέουν έναν κοσμοπολίτικο και πιο φιλελεύθερο αέρα.
Η φιλελεύθερη αυτή πλευρά του επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος δημιουργεί βάσιμες ελπίδες για τη μερική αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας σε ενδεχόμενη νίκη του, καθώς οι προσωπικοί του αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα, αλλά και ο ήπιος χαρακτήρας του διευκολύνουν την αναθέρμανση των διαύλων επικοινωνίας. Αλλωστε, το CHP διατηρεί διαχρονικά επαφές με στελέχη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, αλλά και με αξιωματούχους σε καίριες θέσεις της αμερικανικής διπλωματίας, όπως και με αναγνωρισμένους αναλυτές σε ισχυρές δεξαμενές σκέψης, διατηρώντας το προνόμιο του λόμπινγκ σε Ουάσινγκτον και Νέα Υόρκη, ακόμη και σε σχέση με τις ελληνικές υποθέσεις.
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στις ΗΠΑ απέναντι στην ενδεχόμενη επικράτηση Κιλιτσντάρογλου είναι η έκθεση που συνέταξε η Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου στις 31 Μαρτίου, στην οποία αναφέρεται σχετικά με το ενδεχόμενο η αλλαγή σκυτάλης στην Τουρκία να σηματοδοτήσει ευρύτερες αλλαγές: «Ενας διαφορετικός πρόεδρος είναι πιο πιθανό να αλλάξει ορισμένες συνεχιζόμενες πολιτικές που μπορεί να αντανακλούν περισσότερο τις προτιμήσεις του Ερντογάν ή του AKP παρά της ευρείας εθνικής συναίνεσης».
Σύμφωνα με την έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου, «τέτοιες αλλαγές μπορεί να περιλαμβάνουν την παροχή μεγαλύτερης ευελιξίας στους κεντρικούς τραπεζίτες και σε άλλους αξιωματούχους για αποφάσεις νομισματικής πολιτικής και άλλα μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της Τουρκίας, μεγαλύτερη προσοχή στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και μείωση της τουρκικής υποστήριξης σε σουνιτικές ισλαμιστικές ομάδες όπως η Χαμάς (η οποία χαρακτηρίζεται τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ), οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου και οι φατρίες της ένοπλης αντιπολίτευσης της Συρίας».
Σε κάθε περίπτωση, η Ουάσινγκτον θα αναμένει τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης σε περίπτωση νίκης του Κιλιτσντάρογλου, περισσότερο ανακουφισμένη από την παράταση της προεδρίας Ερντογάν, η οποία πάγωσε τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών.
Αφορμή αποτέλεσε ο πόλεμος στη Συρία, όπου Δύση και Τουρκία βρέθηκαν σε αντίπαλα γεωπολιτικά στρατόπεδα αφήνοντας χώρο για την προσέγγιση Αγκυρας – Μόσχας, η οποία κορυφώθηκε με την αγορά του ρωσικού συστήματος αεράμυνας S-400 από την Τουρκία, με τις ΗΠΑ να της επιβάλλουν περιορισμένο εμπάργκο όπλων.
Ο πάγος μεταξύ τους άρχισε να λιώνει, ωστόσο, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οπότε και αναγκαστικά επαναξιολογήθηκε ο περιφερειακός ρόλος της Αγκυρας, αλλά η όποια προσέγγιση επιχειρήθηκε επιβραδύνθηκε από το βέτο της Τουρκίας στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Πάντως, η αλλαγή φρουράς στην τουρκική Προεδρία δεν φαίνεται να αίρει την όποια επιφυλακτικότητα, δεδομένου ότι το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα ιδρύθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ και εξακολουθεί να διατηρεί στο χαμηλό υπογάστριό του μια έντονη εθνικιστική φλέβα, την οποία εξέφραζε μέχρι πρότινος ο προκάτοχος του Κιλιτσντάρογλου, Ντενίζ Μπαϊκάλ. Ακόμη και αν οι προθέσεις του σημερινού επικεφαλής του είναι διαφορετικές, σε δημοσκόπηση του Pew Research Center το 72% των Τούρκων αναγνώρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως απειλή για την Τουρκία, ενώ μόνο το 54% αισθάνθηκε έτσι για τη Ρωσία.
Πίεση στις Βρυξέλλες
Αντίθετα, ως πεδίο εκτόνωσης της όποιας εσωτερικής έντασης στην Τουρκία εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν οι Βρυξέλλες σε περίπτωση επανεκλογής του Ερντογάν, καθώς το αδιέξοδο ως προς την ενταξιακή πορεία της χώρας του συνιστά το κατεξοχήν άλλοθι για τον Τούρκο πρόεδρο, ώστε να εντείνει την πίεση, υπό την απειλή της «απελευθέρωσης» προσφύγων και μεταναστών προς την Ευρώπη.
Σε περίπτωση επανεκλογής του, την οποία θα πετύχει επικεντρώνοντας τη ρητορική του στο εθνικιστικό ακροατήριο, ο Τούρκος πρόεδρος αναμένεται να εργαλειοποιήσει το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό, αλλά και τον διαμεσολαβητικό του ρόλο στο μέτωπο της Ουκρανίας, για να αποσπάσει μια νέα συμφωνία για την τελωνειακή ένωση Ε.Ε. – Τουρκίας, που θα περιλαμβάνει και τα γεωργικά προϊόντα, αλλά τη δυνατότητα ταξιδιών χωρίς βίζα στους Τούρκους πολίτες. Το ισχυρότερο όπλο στη φαρέτρα εκτιμάται πως είναι το πάγωμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας, με τους περισσότερους αναλυτές να αναμένουν ότι ο Ερντογάν θα επιχειρήσει αναβαπτισμένος να διεκδικήσει όσο το δυνατόν περισσότερα, μετατρέποντας σε ανατολίτικο παζάρι το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
«Συνωστισμός» στα σύνορα
Η πίεση προς τις Βρυξέλλες δεν θα εκλείψει, κατά τους αναλυτές, ούτε στην περίπτωση της επικράτησης του Κιλιτσντάρογλου, καθώς η μετατόπισή του από το ιστορικό εθνικιστικό υπόβαθρο του CHP δεν αρκεί να κατευνάσει την κυρίαρχη άποψη των Τούρκων πολιτών για την αμφίσημη πολιτική των Βρυξελλών απέναντι στις ευρωτουρκικές υποθέσεις, όπως στην περίπτωση του φρένου στην ένταξη της Αγκυρας στην Ε.Ε. Ιδίως όταν Ερντογάν και Κιλιτσντάρογλου ταυτίζονται ως προς την αποπομπή των Σύρων προσφύγων από την Τουρκία, αφού ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης σιγοντάριζε τον Τούρκο πρόεδρο όταν επανειλημμένα απειλούσε τους τελευταίους μήνες πως «θα έρθουμε νύχτα» στα ελληνικά νησιά.
Παράλληλα, ο ηγέτης του CHP ασπάζεται τη θέση του ΑΚΡ για περιορισμό των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 6 ναυτικά μίλια, μολονότι η επανεκλογή Ερντογάν εικάζεται ότι θα ανεβάσει περισσότερο το πολιτικό θερμόμετρο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Την ολική επαναφορά στους υψηλούς τόνους πυροδοτεί το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η τουρκική οικονομία, με αρκετούς αναλυτές να προεξοφλούν ότι η υιοθέτηση εμπρηστικής ρητορικής μετά τις εκλογές συνιστά μονόδρομο, καθώς δρομολογείται η επιστροφή του ΔΝΤ και μαζί των σκληρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. «Με βεβαιότητα θα υπάρξει μεγάλη συγκέντρωση προσφύγων και μεταναστών στα ελληνικά σύνορα», προέβλεψε στην Deutsche Welle ο ιστορικός Ρασίμ Μαρτς, εκτιμώντας ότι «θα αυξηθούν οι παράτυπες διελεύσεις συνόρων, καθώς και η παράνομη μετανάστευση στην Ε.Ε.» και πάλι.
O «Γκάντι Κεμάλ» που απειλεί να κερδίσειτον Ερντογάν
Αφιέρωμα του περιοδικού «TΙΜΕ» στον Κιλιτσντάρογλου που κατάφερε να ενώσει την αντιπολίτευση
«Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) της Τουρκίας, κρατά στο γραφείο του μια γελοιογραφία εφημερίδας μέσα σε μια κορνίζα, που τον δείχνει ντυμένο με σανδάλια και σάλι, για να μοιάζει με τον Μαχάτμα Γκάντι, να περπατά προς τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν», γράφει στον πρόλογο ενός αφιερώματός του το επιδραστικό περιοδικό «TIME» με τίτλο «Ο άνθρωπος που μπορεί να κερδίσει τον Ερντογάν».
Σχολιάζοντας τη γελοιογραφία, οι συντάκτες του περιοδικού επισημαίνουν ότι ο 74χρονος ηγέτης της αντιπολίτευσης απέκτησε το παρατσούκλι «Γκάντι Κεμάλ» μετά από μια πορεία διαμαρτυρίας από την Κωνσταντινούπολη στην Αγκυρα το 2017 διαμαρτυρόμενος για τις εκατοντάδες φυλακίσεις πολιτικών ακτιβιστών. Ωστόσο, για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια στην ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, ο Κιλιτσντάρογλου «αμφισβητεί ξανά τον Ερντογάν, αυτή τη φορά στην κάλπη».
«Αυτές είναι εκλογές για όσους υπερασπίζονται τη δημοκρατία ενάντια στην αυταρχική διακυβέρνηση», δηλώνει ο ίδιος στο γνωστό περιοδικό, το οποίο παρατηρεί ότι «μετά από δύο δεκαετίες υπό τον Ερντογάν, 69 ετών, εκατομμύρια Τούρκοι βλέπουν τον Κιλιτσντάρογλου ως την τελευταία και καλύτερη ελπίδα για να τερματιστεί ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του κράτους από τον πρόεδρο και να επαναφέρει μια πιο ισορροπημένη μορφή διακυβέρνησης».
«Ωστόσο, η νίκη στις γενικές εκλογές της 14ης Μαΐου θα είναι ακόμη πιο σκληρή από τα 280 μίλια που διένυσε από την Αγκυρα στην Κωνσταντινούπολη» ο Κιλιτσντάρογλου, όπως διαπιστώνουν, μολονότι ο ίδιος εμφανίζεται αισιόδοξος πως «θα τερματίσουμε μια καταπιεστική κυβέρνηση με δημοκρατικά μέσα», καθισμένος μπροστά στην κοκκινόμαυρη σιλουέτα του αγαπημένου του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Ανάμεσα στις δεσμεύσεις του, το περιοδικό σταχυολογεί ότι «θα ξαναχτίσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση για να κάνει την Τουρκία και πάλι μέρος του πολιτισμένου κόσμου», ως «ο πρώτος υποψήφιος με σοβαρή σκοπιμότητα για τον τερματισμό της εποχής Ερντογάν», δεδομένου ότι έχει συνενώσει μια διχασμένη και ιδεολογικά ποικιλόμορφη αντιπολίτευση πίσω από τη δέσμευση να επαναφέρει το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης και να αποκαταστήσει το Κράτος Δικαίου στην Τουρκία. Επειτα θα αναχωρήσει από την ενεργό πολιτική με κατεύθυνση τα… εγγόνια του έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του.
Για τους συντάκτες του περιοδικού, αν και στερείται επιβλητικής σκηνικής παρουσίας, «η δύναμή του ήταν η δημιουργία συναίνεσης στα παρασκήνια. Δεν πυροδοτεί τους ψηφοφόρους». «Είμαι ήρεμος άνθρωπος», παραδέχεται ο Κιλιτσντάρογλου, γεγονός που πιστοποιεί και η σύζυγός του Σέλβι, λέγοντας ότι «ο Κεμάλ δεν υψώνει ποτέ τη φωνή του, δεν φωνάζει ποτέ. Δεν μπορείς να έχεις καν μια αξιοπρεπή διαφωνία μαζί του».
«Αλλά για κάποιους η ηρεμία είναι αναζωογονητική μετά από 20 χρόνια διχαστικού λαϊκισμού του Ερντογάν», εκτιμά το «TIME», δεδομένου ότι ο Κιλιτσντάρογλου κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του CHP με την ίδια «υπομονή και σθένος» που λέει ότι θαυμάζει στον Γκάντι. Επί των ημερών του, κατά το περιοδικό, το κόμμα του μετατράπηκε από «φερέφωνο της κοσμικής αστικής ελίτ σε ευρωπαϊκού τύπου σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, καλώντας για συμφιλίωση μεταξύ των διαφόρων πολιτικών, εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων της Τουρκίας», αφού ως Αλεβίτης ξεκαθαρίζει ότι «σεβόμαστε την ταυτότητα του καθενός».
Ακόμη όμως και για όσους αναλυτές, όπως ο διευθυντής του Metropoll, Οζέρ Σενκάρ, εκτιμούν πως «τα εκλογικά αποτελέσματα δεν θα καθοριστούν από την επιτυχία του Κιλιτσντάρογλου, αλλά από τον βαθμό που ο Ερντογάν αποτύχει», ο απόλυτος «γραφειοκράτης της χρονιάς», όπως, μεταξύ άλλων, τιμήθηκε ο ηγέτης του CHP στον επαγγελματικό του στίβο, τολμά να προβλέψει ότι «ο Ερντογάν θα χάσει και θα φύγει. Η κοινωνία θα τον καταδικάσει να φύγει», προειδοποιώντας μάλιστα: «Η αναταραχή ωφελεί τον Ερντογάν. Δεν χρειαζόμαστε χάος, πρέπει να μεταφέρουμε σε ένα ευρύ κοινό ότι έχουμε δίκιο».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: AFP / VISUALHELLAS.GR, GETTY / IDEAL IMAGES