Τον δρόμο για την καταβολή αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου (και κατ’ επέκταση εκ μέρους των φορολογούμενων πολιτών) σε τέτοιες περιπτώσεις δείχνει η Διοικητική Δικαιοσύνη, η οποία με μία ακόμη απόφασή της έκρινε ότι για τέτοιου είδους καταγγελίες δημοσίων υπαλλήλων τα διευθυντικά στελέχη των υπηρεσιών, ως όργανα του Δημοσίου, οφείλουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν την προστασία των εργαζομένων και την εργασιακή τους ειρήνη. Αντίθετα, η μη λήψη τέτοιων μέτρων εκ μέρους των διευθυντικών στελεχών συνιστά, σύμφωνα με την απόφαση, παράλειψη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και το Δημόσιο οφείλει να αποζημιώσει εργαζομένους που βίωσαν παρενοχλητική συμπεριφορά στον εργασιακό τους χώρο και δεν προστατεύτηκαν από «τα όργανά του», ήτοι τα στελέχη του.
Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (18394/2023, 29ο Τμήμα Μονομελές) και παρότι δεν είναι η μόνη στο είδος της, έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς δείχνει τον τρόπο σε εργαζόμενους του δημόσιου τομέα να αξιώνουν αποζημίωση σε περίπτωση που έχουν υποστεί τέτοιου είδους συμπεριφορές ή ακόμη και σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασία τους.
«Οργια» σε υπουργείο
Με βάση την απόφαση αυτή, το Δημόσιο καλείται να αποζημιώσει γυναίκα υπάλληλο υπουργείου που δέχτηκε παρενοχλητική συμπεριφορά από τον προϊστάμενό της. Το Δημόσιο, όπως έκρινε το δικαστήριο, θα πρέπει να της καταβάλει 6.000 ευρώ για προσβολή της προσωπικότητάς της, η οποία συνίσταται στην απόφαση του διευθυντή της να αφήσει δίπλα της, στο ίδιο γραφείο, τον… παρενοχλητικό προϊστάμενό της για διάστημα εννέα μηνών μετά την υποβολή της καταγγελίας της. Ακόμη, το δικαστήριο δέχτηκε ότι η καταγγέλλουσα υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς της και από το γεγονός ότι ο καταγγελλόμενος ήταν και ο αξιολογητής της. Δηλαδή ο άνθρωπος που την παρενοχλούσε την αξιολόγησε κιόλας ως προς την υπηρεσιακή της επάρκεια! Και αυτό ενώ διενεργούνταν σε βάρος του Ενορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ), η οποία είχε ξεκινήσει με αφορμή την καταγγελία που η υφιστάμενή του είχε υποβάλει για σεξουαλική παρενόχλησή της.
«Μωρό μου», «μπέμπα»
Ειδικότερα, η συγκεκριμένη υπάλληλος κατέθεσε αγωγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο (Α’ βαθμός) κατά του Ελληνικού Δημοσίου αξιώνοντας αποζημίωση 20.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που, όπως υποστήριξε, υπέστη λόγω της συνεχούς και μακράς σεξουαλικής παρενόχλησης που βίωσε από «όργανό του», δηλαδή τον προϊστάμενό της στο γραφείο του υπουργείου όπου εργάζονταν αμφότεροι. Η προσφεύγουσα, επικαλούμενη τη σχετική νομοθεσία, υποστήριξε ότι το Δημόσιο φέρει την υποχρέωση να την αποζημιώσει για τη συμπεριφορά του προϊσταμένου της, αφού «με παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του» δεν μερίμνησε ώστε να την προστατέψει από τον καταγγελλόμενο και να διασφαλίσει την εμπέδωση της ασφάλειάς της στον εργασιακό της χώρο.
Ειδικότερα, η εργαζόμενη υποστήριξε ότι ο καταγγελλόμενος σε καθημερινή βάση επί τρία χρόνια προσέβαλλε την προσωπικότητά της προσφωνώντας τη με εκφράσεις απολύτως ανάρμοστες για τον εργασιακό χώρο, χωρίς εκείνη ουδέποτε να έχει συναινέσει σε αυτό. «Μωρό μου», «αγάπη μου», «μπέμπα», ακόμη και «πουτ@@@@α» ήταν, όπως ανέφερε, κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε για εκείνη, αλλά δεν έμενε μόνο σε αυτά.
Σύμφωνα με την υπάλληλο, ο ανώτερός της την πλησίαζε στο γραφείο και προσπαθούσε να της κάνει μασάζ, της ζητούσε να βγουν έξω διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, «έχει επίπεδο και κουλτούρα», της έλεγε ότι του αρέσουν τα χείλη της και τα κόκκινα κραγιόν και της μιλούσε υποτιμητικά για τη δική του σύντροφο. «Μια ημέρα μού είπε ότι θέλει να με παντρευτεί και όταν του απήντησα ότι δεν ενδιαφέρομαι και αν είναι να παντρευτώ θα παντρευτώ τον σύντροφό μου, ο αντίδικος συνέχισε λέγοντάς μου “ποιος υπολογίζει τον φίλο σου, εγώ είμαι πολύ καλύτερος”», ανέφερε η καταγγέλλουσα στην αγωγή της, για να προσθέσει: «Σε ανύποπτο χρόνο πλησιάζοντάς με ρωτούσε: “Ενα φιλί θα μου δώσεις;” και ενώ εγώ πάντοτε του ζητούσα να σταματήσει, αυτός συνέχιζε να επαναλαμβάνει και να ζητά να τον φιλήσω. Σε μια περίπτωση, δε, προσπαθώντας να με φιλήσει και στρέφοντας το πρόσωπο και το κεφάλι μου για να τον αποφύγω κατέληξε να με φιλάει στο μάγουλο και στην άκρη των χειλιών μου. Μου ζήτησε τρίχες από τα μαλλιά μου να τα κάνει φυλαχτό και όταν του είπα να αφήσει τις τρίχες μου και να ασχοληθεί με της φίλης του, μου είπε επί λέξει: “Είσαι εσύ μια πουτ@@@@α”. Παρόλο που έπρεπε να ακολουθώ θεραπείες βελονισμού, μια ημέρα που είχα γυρίσει από θεραπεία απευθύνθηκε σε εμένα και κοιτώντας με, σχολίασε υπαινικτικά: “Τι θες και τρέχεις, θα σε τρυπήσω εγώ με τη βελόνα μου και θα σου περάσουν όλα”. Πολυάριθμες φορές έχω εξαναγκαστεί να ακούω πληροφορίες για τις σεξουαλικές επιδόσεις του…».
Φωνή βοώντος…
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η συμπεριφορά του προϊσταμένου της άρχισε να γίνεται πιο επιθετική όσο εκείνη του εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της. «Δεν κατάλαβες καλά, είσαι σε αυτή τη θέση για να κάνεις ό,τι θέλω εγώ», υποστηρίζει ότι της είπε και «χτυπώντας το χέρι του δυνατά στο γραφείο» την απείλησε ότι θα της αναθέσει υπερβολικό όγκο εργασίας.
Η εργαζόμενη προσέφυγε στον διευθυντή της, τον οποίο και ενημέρωσε για τα όσα βίωνε, πλην όμως εκείνος της ανακοίνωσε, όπως λέει, ότι «δεν υφίσταται καν θέμα και ότι δεν έχει γίνει τίποτα» και ότι ο καταγγελλόμενος αρνήθηκε τα όσα εκείνη του απέδιδε. Η γυναίκα συνέχισε να διαμαρτύρεται και ακολούθησε σύσκεψη με τη συμμετοχή του διευθυντή και άλλων υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών της υπηρεσίας, όπως και του καταγγελλόμενου. Ενώπιον όλων, η υπάλληλος εξιστόρησε, όπως ανέφερε στην αγωγή της, τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, ο προϊστάμενός της όμως και καταγγελλόμενος «μετέβαλε το θέμα συζήτησης» μιλώντας για τη δουλειά της και κατηγορώντας τη για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων της. Μάλιστα, ο καταγγελλόμενος υποστήριξε ότι οι μόνες εκφράσεις που χρησιμοποιεί είναι «ψυχή μου», «μάτια μου» και «μανάρι μου» και κατ’ αυτόν τον τρόπο απευθύνεται «σε όλους τους συναδέλφους, υφισταμένους και προϊσταμένους».
Απαλλακτική η ΕΔΕ
Ακολούθησαν αναφορές της υπαλλήλου στον γενικό γραμματέα του υπουργείου με αίτημα τη διενέργεια πειθαρχικής έρευνας, αλλά και στον Συνήγορο του Πολίτη. Εν τέλει, ύστερα από ΕΔΕ που διενεργήθηκε εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα για τον αντίδικό της και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Σύμφωνα με την υπάλληλο, ωστόσο, η έρευνα αυτή που διατάχθηκε από την υπηρεσία της ήταν για το θεαθήναι και το πόρισμα που εκδόθηκε «δεν έχει εξασφαλίσει τα εχέγγυα της αμερόληπτης διαδικασίας». Αντίθετα, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωσε ότι ο καταγγελλόμενος «επεδείκνυε ανεπιθύμητη λεκτική συμπεριφορά προς την ενάγουσα, ικανή να συνιστά προσβολή της αξιοπρέπειας και παρενόχληση στην εργασία» και ανέφερε πως «θα έπρεπε να διατυπωθεί σύσταση» ώστε «να σταματήσει να χρησιμοποιεί τις επίμαχες προσφωνήσεις στον χώρο εργασίας, δεδομένου ότι, όπως αποδείχθηκε, τουλάχιστον για μία υπάλληλο οι συγκεκριμένες φράσεις-προσφωνήσεις αποτέλεσαν ανεπιθύμητη και προσβλητική συμπεριφορά». Μάλιστα η συγκεκριμένη Αρχή, αν και δέχτηκε πως «οι διαπιστώσεις που προέκυψαν από τις διενεργούμενες από την πλευρά του υπουργείου έρευνες εγείρουν απορίες – αμφιβολίες», αποφάνθηκε ότι «δεν αποδείχθηκε πλήρως η συνδρομή σεξουαλικής παρενόχλησης, δεδομένων των αντίθετων και αντικρουόμενων ισχυρισμών των δύο πλευρών».
Προσβολή προσωπικότητας
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο συνεκτιμώντας τα στοιχεία της υπόθεσης έκρινε ότι δεν προέκυψε η συγκρότηση της έννοιας της σεξουαλικής παρενόχλησης και παράλληλα δέχτηκε ότι ο καταγγελλόμενος συνήθιζε «να προσφωνεί τους υπαλλήλους της υπηρεσίας, άνδρες και γυναίκες αδιακρίτως, μεταξύ των οποίων και την ενάγουσα, της οποίας προΐσταται στην υπηρεσία, με εκφράσεις όπως “αγάπη μου”, “μανάρι μου”, “μάτια μου”, “ψυχή μου”». Ωστόσο, η συμπεριφορά του καταγγελλόμενου «που εκδηλώθηκε με την επαναλαμβανόμενη προσφώνηση της ενάγουσας με τις ανωτέρω λέξεις και φράσεις παρά την εκδήλωση της δυσαρέσκειάς της και με την αγνόηση της επιθυμίας της για την τήρηση απόστασης», καθώς και με τον «απρεπή και υποτιμητικό» χαρακτηρισμό της ως «πουτ@@@@ας», «συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας καθότι προκάλεσε μείωση της τιμής και της υπόληψής της».
Ακόμη, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της καταγγελίας της εργαζόμενης για σεξουαλική παρενόχληση, διότι, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος και της ΕΔΕ, μεταξύ άλλων ενεργειών, ο διευθυντής της έλαβε πρωτοβουλία για σύσκεψη μετά την καταγγελία της. Ομως το δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του διευθυντή της υπηρεσίας να προτείνει στην υπάλληλο τη μετακίνησή της σε άλλο γραφείο χωρίς να ζητήσει κάτι αντίστοιχο από τον καταγγελλόμενο αποτελεί «παράλειψη του συγκεκριμένου οργάνου του Δημοσίου να ασκήσει το ιδιαίτερο καθήκον του που απορρέει από τη διευθυντική του θέση».
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο διευθυντής «παρέλειψε να λάβει, ως όφειλε, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα απαραίτητα πρόσφορα και ανάλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία της ενάγουσας υπαλλήλου της υπηρεσίας από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά του καταγγελλόμενου. Συνέπεια της ως άνω παράλειψης ήταν η συνέχιση της συνύπαρξης της ενάγουσας με τον καταγγελλόμενο προϊστάμενό της στον χώρο εργασίας τους για χρονικό διάστημα εννέα μηνών μετά την υποβολή της καταγγελίας, από μόνη δε τη συνύπαρξη αυτή προκλήθηκαν στην ενάγουσα ψυχική επιβάρυνση και προφανής ηθική βλάβη, παρά το ότι, όπως συνομολογεί η ίδια η ενάγουσα, ο παρεμβαίνων διέκοψε, μετά την καταγγελία, την αναφερόμενη παρενοχλητική συμπεριφορά του προς αυτή».
Τέλος, για την αξιολόγηση της εργαζόμενης από τον καταγγελλόμενο το δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη αξιολόγηση διενεργήθηκε παράνομα αφού εναντίον του προϊσταμένου της εκκρεμούσε ήδη αναφορά-καταγγελία της υπαλλήλου για σεξουαλική παρενόχληση.