Εντυπωσιακή είναι η μείωση της βροχόπτωσης στην Ελλάδα κατά τους προηγούμενους μήνες σε σχέση με τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας, σε ποσοστό που φτάνει και το 50%, με μόνη εξαίρεση περιοχές της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.
Επειτα από επεξεργασία των δεδομένων πολλών μετεωρολογικών σταθμών του δικτύου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών σε συνεργασία με την επιστημονική ομάδα του meteo.gr, προκύπτει σημαντική μείωση της συνολικής βροχόπτωσης στις περισσότερες περιοχές από Οκτώβριο του 2023 έως και Απρίλιο του 2024, δηλαδή την περίοδο που εκδηλώνονται οι περισσότερες βροχές στη χώρα μας. Η σύγκριση έγινε με τον μέσο όρο του αντίστοιχου επταμήνου (Οκτώβριος – Απρίλιος) της δεκαετίας 2012-2022.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα της σημαντικά μικρότερης βροχόπτωσης τους προηγούμενους μήνες, αλλά και τις λίγες εξαιρέσεις. Μεγάλη είναι η πτώση στη Στερεά Ελλάδα, με τη Λαμία να έχει φέτος μόλις το 55% του μέσου όρου της βροχής της περασμένης δεκαετίας, την Αθήνα το 57%, ενώ κάπως καλύτερα αλλά χαμηλά είναι οι ορεινοί σταθμοί στην Πάρνηθα με 66% και τη Στενή Ευβοίας με 64%.
«Η συρρίκνωση του ύψους της βροχής είναι ακόμη πιο επώδυνη στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη», σημειώνει ο Κώστας Λαγουβάρδος, επιστημονικά υπεύθυνος του meteo.gr.
Πηγαίνοντας πιο βόρεια, πολύ χαμηλή βροχόπτωση είχε η Θεσσαλονίκη, με μόλις 52%, ενώ χαμηλά είναι και το Νευροκόπι (62%). Αρκετά καλύτερα η Ορεστιάδα (87%), ενώ υψηλότερη από την «κανονική» για την περίοδο βροχόπτωση είχε η Πτολεμαΐδα (141%) και τα Ιωάννινα (108%), που έτσι κι αλλιώς πέφτει πολλή βροχή. Στα Τρίκαλα, όπως και στην υπόλοιπη Θεσσαλία, μετά τον κατακλυσμό του «Daniel», το μέγεθος της βροχής ήταν περιορισμένο (73% του μέσου όρου της προηγούμενης δεκαετίας). Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η κατάσταση στα νησιά, ειδικά των Κυκλάδων, που η βροχόπτωση και φέτος ήταν μικρή. Στην Τήνο δεν ξεπέρασε το 65% του μέσου όρου 2012-2022, ενώ στη Νάξο έφτασε το 75%. Ανάλογη εικόνα και στην Κρήτη, όπου στις Βρύσες Αποκορώνου Χανίων (παρότι έβρεξε πολύ, το λέει εξάλλου και το όνομα του τόπου), η συνολική ποσότητα ήταν μόνο το 65% του μ.ό. της προηγούμενης δεκαετίας. Στην ανατολική Κρήτη, ακόμη πιο… στεγνά τα πράγματα, καθώς στις Μοίρες έπεσε μόλις το 41% της βροχής που έπεφτε τα προηγούμενα χρόνια και στον Αγιο Νικόλαο το 56%!
«Η συνολική εικόνα δείχνει μια σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων φέτος, από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο, από τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας», λέει στην «Κ» ο Κώστας Λαγουβάρδος, επιστημονικά υπεύθυνος του meteo.gr. Ας σημειωθεί πως η δεκαετία 2012-22 έχει ήδη επηρεαστεί από την κλιματική αλλαγή, με συνέπεια και στις βροχοπτώσεις. «Η συρρίκνωση του ύψους της βροχής είναι ακόμη πιο επώδυνη στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Οχι μόνο είναι σημαντική, αλλά συμβαίνει για δεύτερη χρονιά, καθώς και πέρυσι οι βροχές ήταν πολύ λίγες στις περιοχές αυτές, που είναι και τουριστικές. Το νερό της βροχής σ’ αυτά τα μέρη είναι πολύτιμο, το συγκεντρώνουν από πολύ παλιά σε στέρνες κ.λπ. Ταυτόχρονα, ενώ η βροχή μειώνεται, η ζήτηση νερού αυξάνεται λόγω της τουριστικής κίνησης, αλλά και των περισσότερων εξοχικών κατοικιών», σημειώνει ο κ. Λαγουβάρδος. Αξιοσημείωτη είναι η μείωση της βροχής φέτος και σε αγροτικές περιοχές, όπως στη Νεμέα, στα Τρίκαλα, στον Πύργο, με συνέπειες στη γεωργική παραγωγή, οι οποίες βέβαια δεν είναι ίδιες για όλες τις καλλιέργειες.
Αντίστοιχα, οι μειωμένες βροχοπτώσεις σε δασικές περιοχές, όπως στην Πάρνηθα ή στη Στενή Ευβοίας, προβληματίζουν ιδιαίτερα και πρέπει να υπάρξει μεγάλη επαγρύπνηση και κινητοποίηση των αρμόδιων υπηρεσιών. «Αν και τελικά έχει φανεί πως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την εκδήλωση πυρκαγιών είναι οι υψηλές θερμοκρασίες και οι συνθήκες καύσωνα που θα επικρατήσουν το καλοκαίρι, είναι γνωστό πως οι μειωμένες βροχοπτώσεις κατά τους μήνες που προηγούνται συμβάλλουν στην ξηρασία της καύσιμης ύλης», συμπληρώνει ο κ. Λαγουβάρδος. Ας σημειωθεί πως αν και δεν έχει συμπληρωθεί η εικόνα του φετινού Μαΐου, φαίνεται πως ούτε και σ’ αυτόν τον μήνα υπάρχει κάποια αντιστροφή, απεναντίας οι βροχοπτώσεις παραμένουν περιορισμένες και κάτω από τους μέσους όρους.
Την αρνητική εικόνα της φετινής χρονιάς, όσον αφορά τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα, έρχεται να ενισχύσει και το χαμηλό επίπεδο χιονοπτώσεων που είχαμε φέτος. Από το διάγραμμα με τις εκτάσεις χιονοκάλυψης στην Ελλάδα προκύπτει ότι η φετινή καμπύλη κινήθηκε συνολικά πολύ πιο χαμηλά από την καμπύλη του μέσου όρου της 20ετίας 2004-2023. Ειδικά από τις αρχές Φεβρουαρίου και μετά είχαμε ελάχιστες χιονοπτώσεις και η χιονοκάλυψη υποχώρησε με γρήγορους ρυθμούς, λόγω των αυξημένων θερμοκρασιών. Ετσι, μόλις το 3% της χώρας είχε χιόνια, ενώ η μέση τιμή είναι πάνω από 10%-15% για τον Φεβρουάριο, 7%-10% τον Μάρτιο, ενώ χιόνια σε κορυφές υπήρχαν ακόμη και τον Απρίλιο.
Στη δύσκολη εξίσωση προστίθενται οι περιορισμένες χιονοπτώσεις
Η τάση μείωσης των βροχοπτώσεων, όπως καταγράφηκε τους προηγούμενους μήνες, εντάσσεται στις πολλαπλές συνέπειες της κλιματικής κρίσης που επηρεάζει και την περιοχή μας. Μοντέλα πρόγνωσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής κάνουν λόγο για μείωση των βροχών κατά 20%-30% τις επόμενες δεκαετίες στη νότια και ανατολική Ελλάδα. «Οι συνέπειες αφορούν πολλούς και διαφορετικούς τομείς. Από το δασικό περιβάλλον που κινδυνεύει περισσότερο στην περίπτωση των δασικών πυρκαγιών λόγω ξηρότητας του εδάφους, μέχρι τη γεωργία και τις πιέσεις που δέχονται οι καλλιέργειες λόγω προβλημάτων άρδευσης. Αλλά και από την ύδρευση πόλεων και οικισμών (ιδίως τουριστικών που πολλαπλασιάζουν τον πληθυσμό τους το καλοκαίρι) μέχρι τη γενικότερη κατάσταση του υδρογραφικού δικτύου της χώρας. Στη δύσκολη εξίσωση θα πρόσθετα και τις περιορισμένες χιονοπτώσεις που χαρακτήρισαν τον φετινό χειμώνα, με αποτέλεσμα ορεινοί όγκοι που καλύπτονταν από χιόνι μέχρι το τέλος Μαΐου να είναι “γυμνοί” ήδη από τον Απρίλιο με ό,τι πρόβλημα αυτό συνεπάγεται», λέει στην «Κ» ο Κώστας Καρτάλης, καθηγητής στο ΕΚΠΑ και μέλος της επιστημονικής επιτροπής για την κλιματική αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Η κατάσταση επαναφέρει τη συζήτηση στην έννοια της φέρουσας ικανότητας, δηλαδή των μέγιστων μεταβολών σε μια περιοχή, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, στην οικονομία και την κοινωνία. Και φυσικά στις γενναίες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν», συμπληρώνει ο ίδιος.
Οσον αφορά ειδικά τη σχέση των μειωμένων βροχοπτώσεων τον χειμώνα και την άνοιξη με τον αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιών το καλοκαίρι, χαρακτηριστικά ήταν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση για την Ανθεκτικότητα των ελληνικών δασικών οικοσυστημάτων στην κλιματική αλλαγή. Το 2006 η βροχόπτωση τους μήνες Ιανουάριο – Απρίλιο ήταν 3,4 χιλιοστά την ημέρα. Η μέση θερμοκρασία θέρους ήταν 22,7 βαθμοί Κελσίου και ο δείκτης επικινδυνότητας πυρκαγιάς FWI (ένας σύνθετος δείκτης που υπολογίζει τιμές θερμοκρασίας, υγρασίας εδάφους, ταχύτητας ανέμου κ.ά.) στο 26,6. Το καλοκαίρι του 2006 κάηκαν 161.790 στρέμματα. Το 2007, στην αντίστοιχη περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου, η μέση βροχόπτωση περιορίστηκε σε 1,9 χιλιοστά την ημέρα, η μέση θερμοκρασία θέρους ανέβηκε στους 24,3 °C και ο δείκτης FMI στο 30,1. Το αποτέλεσμα ήταν να καούν 1.990.040 στρέμματα!
Ανάγκη κινητοποίησης
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών Χρήστος Ζερεφός είχε τονίσει πως «στο πλαίσιο της εργασίας για την εκπόνηση της έκθεσης ανθεκτικότητας των ελληνικών δασών μελετήσαμε την περίοδο 2000-2021 και είδαμε πως υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάμεσα στο ύψος των βροχοπτώσεων τον χειμώνα και την άνοιξη και στον κίνδυνο για δασικές πυρκαγιές το καλοκαίρι. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν στον βαθμό επικινδυνότητας για εκδήλωση πυρκαγιών το καλοκαίρι, αλλά η ξηρασία και η μείωση των κατακρημνίσεων, είτε των βροχών είτε του χιονιού, αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία». Με βάση όλα αυτά, είναι φανερό πως υπάρχει αυξημένη ανάγκη έγκαιρης κινητοποίησης των αρχών Πολιτικής Προστασίας για την αποφυγή καταστροφικών πυρκαγιών το καλοκαίρι.