Οι ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λαμβάνουν επίδομα που ανέρχεται σε 12.800 ευρώ μηνιαίως, μεταξύ του σταθερού μηνιαίου μισθού και της αποζημίωσης για τα γενικά έξοδα, ποσό που, στην πράξη, είναι υψηλότερο, διότι στο ποσό αυτό θα προστεθεί ημερήσια αποζημίωση που λαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όταν είναι παρόντες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η πάγια μηνιαία αποζημίωση ενός ευρωβουλευτή είναι 10.075,18 ευρώ μεικτά και 7.853,18 καθαρά, μετά την αφαίρεση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και το τελικό καθαρό ποσό μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την εθνικότητά του, καθώς τα κράτη μέλη ενδέχεται να επιβάλλουν πρόσθετες χρεώσεις.
Όπως ορίζει το Ενιαίο Καταστατικό των Ευρωβουλευτών, οι μισθοί ορίζονται στο 38,5% του βασικού μισθού ενός δικαστή του Δικαστηρίου της Ε.Ε.
Έτσι, λαμβάνουν μηνιαίο επίδομα 4.950 ευρώ που, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι ένα κατ’ αποκοπή ποσό για την κάλυψη των εξόδων ενοικίασης γραφείων στις χώρες που έχουν εκλεγεί, καθώς και εξοπλισμού και προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, είδη γραφείου, κινητά τηλέφωνα και συμβόλαια τηλεφώνου και διαδικτύου.
Ωστόσο, εάν οι ευρωβουλευτές παρακολουθήσουν λιγότερες από τις μισές συνόδους ολομέλειας σε ένα κοινοβουλευτικό έτος (Σεπτέμβριος έως Αύγουστος) χωρίς αιτιολόγηση, λαμβάνουν το ήμισυ αυτού του ποσού.
Αυτό σημαίνει ότι, μηνιαία, και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εθνικοί φόροι που θα μπορούσαν να πληρώσουν στη χώρα καταγωγής τους, οι ευρωβουλευτές κερδίζουν 12.800 ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, οι ευρωβουλευτές λαμβάνουν ημερήσια αποζημίωση 350 ευρώ -που καλύπτει διαμονή, γεύματα και συναφή έξοδα- κάθε μέρα που βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για επίσημες εργασίες.
Για να το λάβουν πρέπει να υπογράψουν πρακτικό παρουσίας. Τις ημέρες ψηφοφορίας στην ολομέλεια, εάν ένας βουλευτής χάσει περισσότερες από τις μισές ψηφοφορίες με ονομαστική κλήση, το επίδομα αυτό μειώνεται κατά το ήμισυ. Στην περίπτωση συνεδριάσεων εκτός ΕΕ, το επίδομα διαβίωσης μειώνεται επίσης κατά το ήμισυ.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλύπτει τα έξοδα ταξιδιού, ώστε οι ευρωβουλευτές να μπορούν να συμμετέχουν σε διάφορες συνεδριάσεις, όπως συνεδριάσεις ολομέλειας, κοινοβουλευτικές επιτροπές και εκείνες των πολιτικών ομάδων.
Έτσι, τους επιστρέφεται το πραγματικό κόστος των εισιτηρίων για να παρακολουθήσουν αυτές τις συναντήσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται κυρίως στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο.
Τα ανώτατα όρια καθορίζονται στα αεροπορικά εισιτήρια της κατηγορίας business, στο εισιτήριο τρένου πρώτης θέσης ή 0,58 ευρώ ανά χιλιόμετρο για ταξίδια με αυτοκίνητο, έως 1.000 χιλιόμετρα κατ’ ανώτατο όριο.
Όταν οι ευρωβουλευτές ταξιδεύουν εκτός του χώρου εργασίας για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για παράδειγμα σε αποστολές διερεύνησης επιτροπών, τα έξοδα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της επιτροπής ή της αντιπροσωπείας που τη διοργανώνει.
Όταν πρόκειται για ταξίδια που οργανώνονται σε ατομική βάση για την εκτέλεση επίσημων λειτουργιών, όπως η συμμετοχή σε συνέδριο ή επίσκεψη εργασίας, το Κοινοβούλιο είναι αυτό που επιστρέφει τα έξοδα, αν και με ετήσια ανώτατα όρια.
Εάν το ταξίδι πραγματοποιείται εντός του κράτους μέλους όπου έχει επιλεγεί, το ποσό έχει μέγιστο ετήσιο ποσό που εξαρτάται από τη χώρα, αλλά εάν είναι στο εξωτερικό, το μέγιστο είναι σταθερό: 4.886 ευρώ ετησίως.
Όταν οι ευρωβουλευτές ολοκληρώνουν τη θητεία τους δικαιούνται μεταβατική αποζημίωση, που ισοδυναμεί με μισθό ενός μήνα για κάθε έτος κατά το οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους, το πολύ για δύο χρόνια.
Έτσι, όταν ένας πρώην βουλευτής αναλαμβάνει τη θέση του αλλού, ο νέος μισθός αντισταθμίζεται από τη μεταβατική αποζημίωση. Ωστόσο, εάν δικαιούται ταυτόχρονα σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας, δεν μπορείτε να λάβετε και τα δύο, επομένως πρέπει να επιλέξετε ένα από τα δύο.
Οι πρώην αναπληρωτές δικαιούνται σύνταξη όταν συμπληρώσουν το 63ο έτος της ηλικίας τους, η οποία ανέρχεται στο 3,5% του επιδόματός τους για κάθε πλήρες έτος της θητείας τους συν το ένα δωδέκατο για κάθε επιπλέον πλήρη μήνα, αλλά το ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 70% συνολικά.
Το κόστος των συντάξεων βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης.