Γράφει ο Α.Γ. Κουκουλάς
΄Ενας περίλαμπρος και για μία ακόμη συνεχή χρονιά θεσμός της εκκλησίας της Κορίνθου, μέσα από μία πληθώρα σημαντικών εκδηλώσεων μας καλεί και αυτή τη φορά σε μία «Παύλεια μέθεξη».
Γιατί αυτό νομίζω, ότι είναι το κυρίαρχο ή το κάθε φορά επιδιωκόμενο των Παυλείων προς τιμήν του «πρώτου μετά τον Ένα» Παύλου.
Είναι ακριβώς αυτό που, κατά την εκτίμησή μου, απασχολεί τον ακαταπόνητα εργαζόμενο, γι αυτόν τον πνευματικό θεσμό, από τον πολλά υποσχόμενο Μητροπολίτη Κορίνθου Διονύσιο.
Αυτά μεταξύ άλλων έγραφα σε προηγούμενο σχετικό σημείωμά μου και συνέχιζα:
Δεν είναι εύκολο για όποιον επιχειρεί να προσεγγίσει το έργο Εκείνου, που θεολογεί το Χριστό της δόξας.
Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι, ότι μέσα από τα Παύλεια, ο Κορίνθου Διονύσιος θεολογεί τον Μεγάλο Προφήτη του παγκόσμιου Χριστού. Και τούτο είναι εξόχως δύσκολο έργο, αλλά και κατά τούτο το μέγα κέρδος. Πνευματικό κέρδος, το οποίο ο Μητροπολίτης ως άξιος διάδοχος του Παύλου, διανέμει ως αντίδωρο αγάπης στους προστρέχοντες.
Αν ο Θεός μίλησε στον Μωϋσή μέσα από τη φλεγόμενη βάτο, αυτή τη φορά πλησίασε τον εκλεκτό του μέσα από αστραπές.
Από εκείνη την ώρα, κάτω από το θαύμα της Δαμασκού, ο πρώην εχθρός έγινε στυλοβάτης της πίστεως και οι χριστιανοί παραδόθηκαν στην εξαίσια γοητεία του λόγου του.
Ο Παύλος «αυτή η μυστηριώδης και απρόσιτη προσωπικότητα -γράφει ο Ν. Καρμίρης- έγινε το χαρακτηριστικότερο και γνησιότερο παιδί του χριστιανικού γεγονότος».
Ο Παύλος, αποτελεί και συνθέτει μια μονάδα μεγαλοσύνης.
Είναι πολεμιστής και κατακτητής εδαφών και λαών, κρατώντας όχι ξίφος, μα το Σταυρό του Χριστού, εξακοντίζοντας από το πυρφόρο στόμα του τα λόγια του Ευαγγελίου, μεταπλασμένα στη δική του θεοπρεπή γλώσσα. Αιχμαλωτίζει τις μάζες με τη δύναμη της προσηλυτιστικής του τέχνης. Είναι μέγας πολιτικός, διαμορφωτής των όρων της ζωής μιας καινούργιας κοινωνίας. Θεσπίζει το κήρυγμα της ισότητας. Είναι μεγάλος ψυχολόγος και παιδαγωγός, ένας μεγάλος τεχνίτης του λόγου, γιατί όλα όσα έγραψε, έχουν μέσα τους μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη στοχασμών ουσιωδών για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο Απόστολος Παύλος έτσι όπως έδρασε και δημιούργησε, ήταν ένας απόλυτα μεγάλος, από τους πιο μεγάλους ήρωες που παρουσίασε το γένος των θνητών. Κατάκτησε για πάντα την αθανασία και μπροστά του οι αιώνες γονατίζουν. Είναι ο οικοδόμος του χριστιανικού ναού, ο αρχιτέκτων και λειτουργός συνάμα της εκκλησίας μας».
Στη θρησκεία του Ναζωραίου και σ΄αυτόν τον εξελληνισμένο Εβραίο -πέρα από άλλες αναφορές- με την ιεραποστολική του προσπάθεια, πρέπει να σημειωθεί, ότι κατά ένα μεγάλο μέρος, ο ελληνισμός οφείλει και τη σωτηρία του.
«Κανείς -γράφει ο ιστορικός Γρηγορόβιος- δε θα μπορούσε να φανταστεί, ότι η νέα αυτή θρησκεία, ύστερα από τόσους αιώνες θα γινόταν το μοναδικό Παλλάδιο στο οποίο οι έλληνες θα χρωστούσαν τη σωτηρία του ΄Εθνους , της φιλολογίας και της γλώσσας τους.
Η εμφάνιση του χριστιανισμού συνέπεσε με μία κρίσιμη περίοδο της εθνικής μας ζωής και ιστορίας.
Το ΄Εθνος ήταν κάτω από το ρωμαϊκό ζυγό και ο τερματισμός αυτής της δουλείας, ούτε καν διακρινόταν. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες εγκαταστημένες σε σημαντικά σημεία της ελληνικής πατρίδας, μπορούσαν να καταπνίξουν κάθε προσπάθεια αποτίναξης του ρωμαίου κατακτητή.
« Το μόνο πράγμα -έγραφε ο φλογερός Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμονας- που κρατούσε ακόμη ζωντανό το ΄Εθνος μέσα στη πολιτική εκείνη ταπείνωση και εξαθλίωση, ήταν οι αθάνατοι πνευματικοί και καλλιτεχνικοί του θησαυροί.
Ο φωτεινός πολιτισμός του, που υπήρξε το γέννημά του, η τροφή του και το ακατάλυτο στήριγμά του».
Η Αθήνα, στα χρόνια του ερχομού του Παύλου αποτελούσε όντως μία « πανεπιστημιακή πόλη», όπου από παντού συνέρρεαν «φοιτητές» για να ακούσουν τα «μαθήματα» των φιλοσοφικών σχολών, εν μέσω ρευμάτων παντοίων θρησκειών και φιλοσοφημάτων, με κύριο ζητούμενο «τη σωτηρία του ανθρώπου».
Σ΄αυτή την πόλη όπου -κατά τον Ν. Λούβαρι – οι ξένες θεότητες έβρισκαν φιλόξενη υποδοχή και όπου η ανεξιθρησκεία είχε υψωθεί σε ηθικό αίτημα, επί Κλαυδίου (52 μ.Χ.) έφτασε ο Απόστολος όπου και μίλησε δημόσια.
Από την ομιλία του στον ΄Αρειο Πάγο δεν υπήρξαν θεαματικά αποτελέσματα προσχωρήσεων ή μεταστροφών. Ωστόσο ο πρώτος πυρήνας από τον Διονύσιο τον Αεροπαγίτη, τη Δάμαρι και μερικούς άλλους είχε δημιουργηθεί.
Η Αθήνα, δεν απασχόλησε εκ νέου τον Απόστολο. ΄Εφυγε για την Κόρινθο, στην οποία παρέμεινε ενάμισυ χρόνο και της οποίας Κορίνθου τα ταραχώδη προβλήματα τον απασχόλησαν έντονα.
Στην πόλη όπου έφτασε άρρωστος, φιλοξενήθηκε στο σπίτι των Ρωμαιοϊουδαίων Ακύλα και Πρίσκιλας που μόλις είχαν γίνει χριστιανοί ( εγκαταλείποντας την Αθήνα εξαιτίας ενός αντιιουδαϊκού διατάγματος του Κλαυδίου) εργαζόμενος μαζί τους ως σκηνοποιός.
Σε σύντομο χρόνο από την εγκατάσταση του Παύλου στην πόλη, έφτασαν από την Μακεδονία μετά από πρόσκλησή του, οι Σύλλας και Τιμόθεος, γεγονός που του επέτρεψε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο κήρυγμά του.
Αν στην Αθήνα ο Παύλος ήρθε σε επαφή με τους Στωϊκούς και τους Επικούριους, στην Κόρινθο ξεκίνησε από τη συναγωγή.
Αντιμετωπίζοντας την εχθρότητα των Ιουδαίων, στράφηκε προς τους Εθνικούς. Ωστόσο δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια να μεταστρέψει τους πρώτους. Αυτός ήταν και ο λόγος, όπου αφήνοντας το σπίτι του Ακύλα και της Πρίσκιλας, εγκαταστάθηκε στο σπίτι κάποιου Ιούστου κοντά τη συναγωγή.
Η πολιορκία είχε τα αποτελέσματά της.
Οι Πράξεις, μας αποκαλύπτουν, ότι κατόρθωσε να μεταστρέψει τον αρχισυνάγωγο Κρίσπο καθώς και πλήθος ατόμων, κυρίως φτωχών ανθρώπων ίσως και δούλων.
΄Οσο λοιπόν τα αποτελέσματα της διδασκαλίας του Παύλου στην Αθήνα ήσαν πενιχρά, τα της Κορίνθου ήσαν πλούσια.
Γιαυτό και ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του ιδρυτή της εκκλησίας της Κορίνθου με ακτινοβολία που απλωνόταν σε όλη την Αχαϊα.
Η παραμονή του Παύλου στην Κόρινθο, δεν ήταν χωρίς δυσκολίες. Οι αντίπαλοί του εκμεταλλευόμενοι την άφιξη του νέου ανθύπατου Γαλλίωνα, προσπάθησαν να προκαλέσουν επέμβαση των Ρωμαίων. Δεν τα κατάφεραν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο όχλος επετέθη και εναντίον των κατηγόρων του Παύλου.
Ας έρθουμε τώρα και στις δύο προς Κορινθίους επιστολές του Αποστόλου, αυτά τα αριστουργήματα σκέψης και έκφρασης που ξεχωρίζουν σε ολόκληρο το έργο του Παύλου.
Η πρώτη επιστολή εγράφη από την ΄Εφεσσο. Η δεύτερη, πιθανώς από την Τρωάδα.
Με την πρώτη επιστολή, ο Απόστολος με ένα ρωμαλέο ύφος, θίγει όλα τα ζωτικά ζητήματα για την εκκλησία της Κορίνθου. Η δεύτερη, είναι πιο προσωπική.
«Απηχεί- κατά τον Καρμίρη- κρυφές οδύνες του Αποστόλου και τις ψυχικές του περιπέτειες στο μεγάλο αγώνα για την κατάκτηση του Θεού.
Εκείνου, ο οποίος είναι μία αδιάκοπη παρουσία, σκέψη και δράση. Αλλά και αγάπη, την οποία ο ίδιος ο Απόστολος υμνολογεί. Αυτήν που έθεσε πάνω από την πίστη και την ελπίδα. Εκείνη την οποία θεωρεί πηγή κάθε χριστιανικού συναισθήματος και κάθε χριστιανικής αρετής. Εκείνη τέλος που βεβαιώνει πως αποτελεί τη μόνη αληθινή οδό, δια της οποίας μεταδίδονται ακόμη και αυτά τα πνευματικά χαρίσματα.