Θα ανακοινωθούν από Μητσοτάκη στη ΔΕΘ – Τρίτη αύξηση στις χαμηλότατες αποδοχές – Η πορεία των εσόδων θα κρίνει αν η μνημονιακή υποχρέωση για τέλος επιτηδεύματος στους επαγγελματίες, θα καταργηθεί πλήρως ή αν σε πρώτη φάση θα μειωθεί κατά 50%, αναφέρει το protothema.gr
Επισπεύδονται οι αποφάσεις για τη νέα (τρίτη κατά σειρά) αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (αυτή τη φορά) και για την κατάργηση ή έστω τη μείωση στο μισό του τέλους επιτηδεύματος που επιβαρύνει τους επαγγελματίες.
Η προεργασία για τα μέτρα αυτά έχει ήδη ξεκινήσει προκειμένου οι αποφάσεις να ληφθούν νωρίτερα και οι ανακοινώσεις να γίνουν από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ). Στόχος είναι αφενός ο νέος κατώτατος μισθός να ισχύσει ίσως και από τις αρχές του 2023 (αντί για τα μέσα της άνοιξης όπου παραδοσιακά ολοκληρώνεται η διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους) και αφετέρου το τέλος επιτηδεύματος να γίνει ελαφρύτερο, αν όχι μηδενικό, επίσης από την επόμενη χρονιά.
Τα όπλα της κυβέρνησης
Τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση σχεδιάζει να αλλάξει το πολιτικό της προφίλ στην οικονομία. Θέλει να ξεφύγει δηλαδή από τη λογική των επιδομάτων και των κουπονιών και να επαναφέρει την ατζέντα των μόνιμων μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα. Στο οπλοστάσιό της θα έχει τα επιπλέον έσοδα που συλλέγει κάθε μήνα λόγω της ικανοποιητικής πορείας των φορολογικών εισπράξεων, αλλά και τον επιπλέον δημοσιονομικό χώρο που προκύπτει από την πορεία του τουρισμού και την ευρύτερη ανάκαμψη της οικονομίας.
Μεγάλος αντίπαλος παραμένει ο πληθωρισμός, ειδικά ο δομικός, και έτσι από το φθινόπωρο το οικονομικό επιτελείο αλλάζει τακτική και επεκτείνει τη γραμμή προστασίας. Αντί δηλαδή να δίνονται μόνο αποσπασματικές ενισχύσεις σε ευπαθείς ομάδες, θα επιλέγονται μέτρα μόνιμου χαρακτήρα που θα αφορούν περισσότερους. Ετσι, εκτός των ήδη προγραμματιζόμενων εξαγγελιών (κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.), η κυβέρνηση εξετάζει και τα εξής:
Κατώτατος μισθός: Δέκα χρόνια μετά τον Φεβρουάριο του 2012, η κυβέρνηση εξετάζει την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Το μνημονιακό 2012 και με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου οι βασικές απολαβές των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα υποχώρησαν από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ. Τότε δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ο υποκατώτατος μισθός των 511 ευρώ, ειδικά για νέους έως 25 ετών. Με την αύξηση του 2019 ο υποκατώτατος καταργήθηκε και ο βασικός μισθός ανέβηκε και πάγωσε για μία τριετία στα 650 ευρώ.
Φέτος πραγματοποιήθηκαν δύο αυξήσεις στον κατώτατο μισθό: η πρώτη εξαγγέλθηκε πέρυσι τον Ιούλιο και τέθηκε σε ισχύ τον φετινό Ιανουάριο. Ηταν της τάξης του 2% και οι κατώτατες αποδοχές ανήλθαν σε 663 ευρώ. Λίγους μήνες μετά, τον Μάιο, πραγματοποιήθηκε νέα αύξηση κατά 7,5% αυτή τη φορά, με αποτέλεσμα ο σημερινός κατώτατος μισθός να διαμορφωθεί στα 713 ευρώ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το οικονομικό επιτελείο αναζητά τον επιπλέον δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει μια νέα αύξηση των βασικών αποδοχών στα 751 ευρώ, με ό,τι αυτό μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια των πολιτών να τα βγάλουν πέρα με την καλπάζουσα ακρίβεια.
Αν η αναζήτηση δημοσιονομικών περιθωρίων ευδοκιμήσει, τότε είναι πιθανό ο πρωθυπουργός να ανακοινώσει στη ΔΕΘ την έναρξη του κοινωνικού διαλόγου μέσα στο φθινόπωρο, με στόχο η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού να ισχύσει από τις αρχές του 2023. Η επιστροφή του κατώτατου μισθού στα προ μνημονίων επίπεδα θα επηρεάσει τις αποδοχές 600.000 εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Σημειώνεται ότι το 56% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα το 2021 αμείβονταν με μεικτό μισθό κάτω των 900 ευρώ, ενώ περίπου το 18% έπαιρνε μισθό που δεν ξεπερνούσε τα 500 ευρώ. Αναλυτικότερα, σε σύνολο 2.163.610 εργαζομένων 395.115 άτομα (18,26%) εισέπρατταν έως 500 ευρώ τον μήνα (μεικτά) και 1.017.728 εργαζόμενοι (47,04%) έπαιρναν μισθό που δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ (μεικτά).
Αντίστοιχα, έως 1.000 ευρώ αμείβονται 1.376.032 εργαζόμενοι. Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, ο κατώτατος μισθός είχε απολέσει σχεδόν το 18% της αγοραστικής του δύναμης από 14,7% τον φετινό Μάρτιο.
Τέλος επιτηδεύματος: Η κυβέρνηση επιδιώκει την κατάργηση της μνημονιακής επιβάρυνσης των επαγγελματιών. Αν όμως τα δημοσιονομικά δεν το επιτρέψουν, θα επιδιωχθεί η μείωση του φόρου κατά 50%. Το οικονομικό επιτελείο ίσως θέλει να προλάβει και την πρότυπη δίκη του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για το τέλος επιτηδεύματος προχωρώντας από μόνο του σε κούρεμα του φόρου. Το ΣτΕ θα εξετάσει προσφυγή δικηγόρου για το αν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η συνέχιση της επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και για τα φορολογικά έτη μετά το 2019 (πρακτικά δηλαδή από το 2020 και μετά).
Αν η επιβολή κριθεί αντισυνταγματική, το Δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει σε περισσότερους από 1 εκατομμύριο επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες ποσά επιβληθέντων τελών επιτηδεύματος συνολικού ύψους άνω των 900 εκατ. ευρώ. Αυτά για το παρελθόν! Επιπλέον, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να νομοθετήσει την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για το φορολογικό έτος 2022 και τα επόμενα, με συνέπεια να δημιουργηθεί δημοσιονομικό κενό άλλων 450 εκατ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, που ήδη έχει αρχίσει να καταρτίζεται. Συνολικά, για τα φορολογικά έτη 2020-2022 η απώλεια εσόδων θα φτάσει στο 1,35 δισ. ευρώ.
Μπροστά σε αυτά τα ενδεχόμενα, το οικονομικό επιτελείο αναζητά τρόπο και χρήμα για να προχωρήσει -νωρίτερα- σε αποφάσεις. Σημειώνεται ότι, με βάση το άρθρο 31 του μνημονιακού νόμου 3986/2011, από το 2012 και κάθε χρόνο πάνω από 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι με μπλοκάκι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και κατ’ επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του εκάστοτε προηγούμενου έτους άσκησαν ατομικά τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, καλούνται να πληρώσουν, με το εκκαθαριστικό της φορολογικής δήλωσης, εκτός από τον φόρο εισοδήματος, και το τέλος επιτηδεύματος, το οποίο κυμαίνεται από 400 έως 650 ευρώ.
Επιπλέον, κάθε χρόνο χιλιάδες εταιρείες και άλλα νομικά πρόσωπα που είχαν ενεργή δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους καλούνται να καταβάλουν τέλος επιτηδεύματος 800-1.000 ευρώ. Η υποχρέωση καταβολής των συγκεκριμένων ποσών ισχύει ανεξαρτήτως του αν οι υπόχρεοι είχαν κέρδη ή ζημίες.
Ο γρίφος του Προϋπολογισμού
Στο υπουργείο Οικονομικών εργάζονται ήδη πάνω σε αυτά τα θέματα κοστολογώντας το βάρος τους για τον κρατικό κορβανά, ενώ παράλληλα τρέχουν και άλλες ασκήσεις για παροχές στη βάση των αντοχών του Προϋπολογισμού και της δέσμευσης για πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023. Το όριο αυτό βέβαια είναι σχετικό. Οσο το ράλι της ακρίβειας συνεχίζεται, ο κρατικός προϋπολογισμός θα πρέπει να βάζει περισσότερα για να το αναχαιτίσει.
Αντίβαρο στις αυξημένες πιέσεις για δαπάνες είναι τα έσοδα, με την κυβέρνηση να έχει ποντάρει πολλά πάνω στον τουρισμό. Με βάση τα μέχρι σήμερα στοιχεία, έχουν ξεπεραστεί προς το καλύτερο οι αρχικές προβλέψεις για την πορεία των εσόδων, όπως αναφέρουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι αλλά και παράγοντες της αγοράς. Σύμφωνα με αυτούς, φέτος θα σπάσουν τα κοντέρ, καθώς είναι πιθανό οι εισπράξεις από τον τουρισμό να κινηθούν πάνω από το 80% ή τα 14-15 δισ. ευρώ του 2019, προσεγγίζοντας ακόμα και τα 18 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, δεν φτάνει μόνο ο τουρισμός για να κάνει τη διαφορά στα ταμεία. Θα πρέπει και οι εισπράξεις από τους φόρους να μην πέσουν σε ταχύτητα καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους εισρέει στα κρατικά ταμεία το β’ εξάμηνο του έτους. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία έως το τέλος Ιουνίου, τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού έφτασαν στα 26,259 δισ. ευρώ, με υπέρβαση 2,079 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο, και τα φορολογικά άγγιξαν τα 24,673 δισ. ευρώ, με υπέρβαση 3,584 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο της εισηγητικής έκθεσης του Προϋπολογισμού. Ηδη μεγάλο μέρος από την επιστρεπτέα προκαταβολή έχει μπει στα κρατικά ταμεία, όπως επίσης και από τον φόρο εισοδήματος και τον ΕΝΦΙΑ. Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά προκατέβαλαν το 50% του φόρου εισοδήματος προτού καν λήξει η διορία πληρωμής του φόρου.
Από τα 2,3 δισ. ευρώ του φόρου εισοδήματος που έχουν βεβαιωθεί έχει πληρωθεί το 1,5 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, έχει γυρίσει στα κρατικά ταμεία πάνω από 1 δισ. ευρώ της επιστρεπτέας προκαταβολής, ενώ έχει εξοφληθεί και πάνω από το 50% του ΕΝΦΙΑ. Στην περίπτωση που η τάση αυτή συνεχιστεί, ο δημοσιονομικός χώρος θα είναι μεγαλύτερος.
Μήνας-βαρόμετρο θεωρείται ο Σεπτέμβριος, ειδικά το πρώτο δεκαήμερο που θα δώσει το στίγμα για τις αντοχές των νοικοκυριών μετά τις διακοπές. Από το σαφάρι του πρώτου φθινοπωρινού μήνα το υπουργείο Οικονομικών περιμένει έσοδα 5,5 δισ. ευρώ, που είναι στη λίστα με τις υψηλότερες συγκομιδές για τη φετινή χρονιά. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο τα έσοδα κινούνται από 4,5 δισ. έως 4,8 δισ. ευρώ, ενώ τον Δεκέμβριο ο πήχης επανέρχεται στα 5,4 δισ. ευρώ.
Τα εισοδήματα των νοικοκυριών όμως θα πρέπει να αντέξουν και τη λαίλαπα των ανατιμήσεων και του υψηλού πληθωρισμού που διατηρεί τη δυναμική του κοντά στην περιοχή του 11%-12%.
Επισημαίνεται ότι το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα ανέβει φέτος στο 5,6%, ενώ ήδη ο μέσος όρος είναι αρκετά υψηλότερος, εξέλιξη που προοιωνίζεται την αναθεώρησή του.
Σε κάθε περίπτωση, το ευχάριστο (σε όλα αυτά) είναι ότι η κυβέρνηση, μετά το τέλος των μνημονίων, έχει ανακτήσει τον έλεγχο της οικονομικής πολιτικής και μπορεί πλέον να παίρνει αποφάσεις χωρίς να επιζητεί κάθε φορά την άδεια των Βρυξελλών.
Στο τέλος της επόμενης εβδομάδας, και συγκεκριμένα στις 20 του μήνα, λήγει και τυπικά το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Πλέον η Ελλάδα θα αξιολογείται για τα αποτελέσματά της στην οικονομία ανά εξάμηνο, όπως συμβαίνει με τις άλλες χώρες που βρίσκονται σε μεταπρογραμματική παρακολούθηση, έως ότου εξοφλήσει το 75% των δανείων της. Τα όρια και οι δυνατότητες της χώρας για ευελιξία στη λήψη μέτρων θα εξαρτώνται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.