Γράφει ο Α.Γ Κουκουλάς
Η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής που διανύουμε, συνδέεται ασφαλώς με «νηστεία και προσευχή», αλλά και με το μυστήριο της ιεράς εξομολόγησης προκειμένου ο πιστός, απαλλαγμένος αμαρτιών –όπως και αν αυτές εννοούνται- να αξιωθεί της Θείας Μεταλήψεως.
Με την ευκαιρία αυτής της αναφοράς και μόνο κάτω από μία εντελώς επιδερμική ιστορική προσέγγιση κάποιων ζητημάτων, προστίθενται τα επόμενα:
Η εκκλησία απαρχής, για ό,τι συνιστούσε παρέκκλιση των χριστιανών από την επιβαλλόμενη τάξη, έκανε χρήση διαφόρων κυρώσεων. Μεταξύ αυτών και οι αφορισμοί.
Κατά τον Καθ. Σπ. Τρωϊανό, ο όρος αυτός (αφορισμός) μπορεί να σήμαινε τον αποκλεισμό από τις ιερές τελετές και κυρίως τη στέρηση της Θείας Κοινωνίας (ακοινωνησία), οπότε χαρακτηριζόταν ως «μικρός αφορισμός», άλλοτε όμως είχε σαν συνέπεια την αποκοπή του παραβάτη από το σώμα της εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή, έχουμε τον μεγάλο αφορισμό ή το ανάθεμα.
Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά εκκλησιαστικά κείμενα απαντά και πλήθος άλλων όρων, όπως πχ. αποσυνάγωγος γίνεσθαι, αποβάλλεσθαι κλπ.
Των δύο μορφών αφορισμού η εμφάνιση, οφείλεται σε λόγους τόσο κοινωνιολογικούς όσο και εκκλησιαστικούς. Αλλά ενώ η επιβολή του αναθέματος είναι καθαρή άσκηση της δικαστικής εξουσίας της εκκλησίας, η επιβολή του απλού (μικρού) αφορισμού συνδέθηκε με το μυστήριο της εξομολόγησης ή της μετάνοιας.
Η εξουσία για την άφεση των αμαρτημάτων των πιστών κατά δοθείσα εξουσία ανήκε στους Επισκόπους, οι οποίοι επέβαλαν την ποινή του απλού αφορισμού για πράξεις των μελών της Κοινότητας που ήσαν αντίθετες με απαγορευτικές διατάξεις. Πράξεις που ο Επίσκοπος ελάμβανε γνώση δια ποικίλων τρόπων.
Από τον 4ο αι. οι πιστοί καθιερώθηκε να προσέρχονται κατ΄ιδίαν στον Επίσκοπο ή αργότερα στον Πρεσβύτερο, στον «πνευματικό», για να εξομολογηθούν με δική τους πρωτοβουλία τα αμαρτήματά τους.
Ο πνευματικός ανάλογα με τα εξομολογούμενα παραπτώματα επέβαλε την ποινή του μικρού αφορισμού, που κατά κανόνα συνοδευόταν από λεγόμενα επιτίμια. Δηλαδή με πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως αυστηρότερη νηστεία, γονυκλισίες, ελεημοσύνες κλπ.
Η ποινή έληγε είτε με τη διαπίστωση της ειλικρινούς μετάνοιας του πιστού, είτε με την πάροδο ορισμένου χρόνου, πάντοτε όμως κάτω από την ειλικρινή μετάνοια.
Στην πρώϊμη βυζαντινή περίοδο είχαν διαμορφωθεί για τη σταδιακή άρση του αποκλεισμού από τη λειτουργική ζωή της Κοινότητας, κατά τον Τρωϊανό, τέσσερις ενδιάμεσες βαθμίδες, οι λεγόμενες στάσεις. ΄Ηταν : α) Των «προσκλαιόντων». Αυτοί δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ναό, αλλά με δάκρυα παρακαλούσαν όσους εισέρχονταν να προσεύχονται για την άφεση των αμαρτιών τους. β) Των «ακροωμένων» που παρακολουθούσαν μεν τη Θεία Λειτουργία από το νάρθηκα, αλλά υποχρεώνονταν να αποχωρήσουν πριν από το τέλος της. γ) Των «υποπιπτόντων». Αυτοί παρακολουθούσαν την Θεία Λειτουργία στον κυρίως Ναό, αλλά επίσης αποχωρούσαν πριν από την απόλυση. δ) Των «συστάντων» που παρέμεναν σε όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, χωρίς όμως να μεταλαμβάνουν. Οι προηγούμενες στάσεις περιέπεσαν αργότερα σε αχρησία.
Σε παλαιότερες εποχές, κατ΄έθιμο, οι Επίσκοποι μπορούσαν να εξαπολύσουν τον απλό αφορισμό αορίστως. Δηλαδή κατ΄αγνώστων προσώπων σε περιπτώσεις κλοπής, ψευδορκίας ή ιεροσυλίας, ώστε ο δράστης κάτω από το ηθικό βάρος του αφορισμού να υποχρεωθεί να επιστρέψει τα κλοπιμαία ή να πει την αλήθεια.
Σ’ ένα σπουδαίο άρθρο της Αριάδνης Γερούκη (νομικός δορς ιστορίας στη Σορβόνη), με τίτλο «οι αφορισμοί των Κορφών» (δηλ. της Κέρκυρας), στο αρχείο των μεγάλων Πρωτοπαπάδων (δηλ. των Προκαθήμενων της τοπικής εκκλησίας) μεταξύ των ετών 1675-1797 καταγράφονται μεταξύ άλλων:
1559 αφορισμοί για κλοπές, 1152 για οροθέτηση ακινήτων, 303 για συκοφαντίες, (μία δε εξ αυτών αναφέρεται στην Καλίντζα Λουπίνα, ότι «συνέλαβε και τεκνοποίησε), 226 για εκδικήσεις, 149 για εμπορικές διαφορές , 14 για ψηφοθηρία, 12 για ενοικίαση δημόσιων φόρων και 3 για παράνομους γάμους.
Οι αφορισμοί δεν αφορούσαν μόνο το δράστη αλλά και τους γύρω από αυτόν (έστω δε και έξω της του Χριστού Αγίας Εκκλησίας αυτός τε και οι συνοικούντες μετ΄αυτού, μήτε αγιάζεσθαι, μήτε θυμιάζεσθαι, ούτε αντίδωρον λαμβάνειν , ουδέ εν τω οίκω αυτού αγιασμόν ψάλλεσθαι).
Χειρότερα τα πράγματα για τους δράστες. (Κηρύττομεν αυτούς αφορισμένους, κατηραμένους και ασυγχωρήτους παρά πατρός, υιού και αγίου Πνεύματος και παρά πάντων των Αγίων και έστωσαν μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι, αι πέτραι και ο σίδηρος λυθήσονται, αυτοί δε ουδαμώς, τόσον αυτοί, όσον και εκείνοι που τους ηξεύρουν και δεν ήθελαν τους φανερώσουν εις διορίαν ημερών οκτώ αρχομένων).
Είχαμε όμως και τις περιπτώσεις του εθελοντικού αφορισμού (οι προσφεύγοντες … δέχονται θεληματικόν και εκούσιον αφορισμόν αν ίσως έχουν κάνει αυτό για το οποίο κατηγορούνται, αλλέως να ήθελαν παύσουν να τους συκοφαντούν και εάν ήθελαν εις το ερχόμενον εξακολουθούν την αυτήν κακήν φήμην, κηρύττομεν αφορισμένους τους άνωθεν κακοτρόπους συκοφάντας).
Είπαμε και στην αρχή αυτού του σημειώματος, ότι τα προηγούμενα(παραλείποντας σπουδαίες παραμέτρους όπως πχ. της μεταλλαγής των αφορισμών σε αυτόνομη εξωδικαστική διαδικασία κλπ.) αποτελούν ιστορία του ζητήματος και δε θα πρέπει να εντάσσονται στη σημερινή πραγματικότητα.
Ωστόσο κλείνοντας το θέμα ας μεταφερθούμε και πάλι στην Κέρκυρα, όπου ο αφορισμός γινόταν λαϊκό δρώμενο.
Συνηθισμένο θέαμα η μαυροντυμένη πομπή ιερέων που ψάλλοντας πένθιμα τροπάρια και με τις καμπάνες να χτυπούν και αυτές πένθιμα, σταματούσε μπροστά σε μία εκκλησία ή μια κεντρική πλατεία για να διαβαστεί το «αφοροχάρτι» .
Οι άγνωστοι ένοχοι αποχωρίζονταν από την κοινότητα των χριστιανών και παραδίδονταν στο διάβολο (κληρονομήσιαν την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα , σχισθείη η γη και καταπίη αυτούς ως τον Δανθάν και τον Αβειρών, στένοντες είησαν και τρέμοντες επί γης ως ο Κάιν , η οργή του Θεού είη επί τας κεφαλάς αυτών και επί τους οίκους αυτών).
Από την σελίδα 2 στο “ΣΗΜΕΡΑ” που κυκλοφορεί το Σαββατοκύριακο