«Όπως μου υπαγόρευσε η συνείδησή μου, και εκφράζοντας τις ανησυχίες μου, καθώς και εκείνες της μεγάλης πλειονότητας των συμπολιτών μου στην Αργολίδα και σε ολόκληρη τη χώρα, δεν υπερψήφισα το νομοσχέδιο για τον πολιτικό γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.
Ο προβληματισμός μου, όπως και πολλών Ελληνίδων και Ελλήνων, αφορά κυρίως τη δυνατότητα τεκνοθεσίας από τα ζευγάρια αυτά καθώς και το παράθυρο που ανοίγεται για την παρένθετη κύηση είτε σε κάποια άλλη χώρα, είτε σε δεύτερη φάση στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, δεν πείστηκα ότι η επιστήμη έχει καταλήξει σε ευρεία συναίνεση ως προς το ότι τα πλεονεκτήματα μιας οικογενειακής διαρρύθμισης με γονείς του ίδιου φύλου υπερσκελίζουν τα πιθανά προβλήματα στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Και πιστεύω βαθιά ότι σε τόσο ευαίσθητα ζητήματα, χρειάζεται να είμαστε όσο το δυνατόν βεβαιότεροι ότι μια θεσμική αλλαγή θα είναι προς το καλύτερο.
Σέβομαι απολύτως το αίτημα των ομοφυλόφιλων συμπολιτών μου για ισονομία. Όμως εδώ δεν υφίσταται ζήτημα ισονομίας. Αφενός, το μόνο δικαίωμα που υφίσταται στην τεκνοθεσία είναι αυτό των παιδιών για μια όσο το δυνατόν χωρίς προβλήματα οικογενειακή ζωή. Και, αφετέρου, τα μέχρι πρότινος προβλήματα που υφίσταντο αυτά τα ζευγάρια, έχουν ήδη ρυθμιστεί ικανοποιητικά και με τρόπο απολύτως συμβατό προς τις προβλέψεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη θεσμοθετημένη δυνατότητα του συμφώνου συμβίωσης.
Το σίγουρο είναι ότι έχουμε χρέος να διασφαλίζουμε σε όλα τα παιδιά της πατρίδας μας το καλύτερο δυνατό μέλλον. Όπως επίσης, είναι χρέος μας με συγκεκριμένες και αποφασιστικές δράσεις και πολιτικές να στηρίξουμε την ελληνική οικογένεια, τη μάνα και τον πατέρα, να ελαφρύνουμε το κόστος διαβίωσης για τα νοικοκυριά, να δώσουμε στα νέα ζευγάρια την ευκαιρία να δημιουργήσουν νωρίς οικογένεια και να κάνουν παιδιά ώστε να αντιμετωπίσουμε και το φάσμα της υπογεννητικότητας, τη μεγαλύτερη και πιο ύπουλη απειλή για την επιβίωση του έθνους μας».