Στην πλήρη εφαρμογή του Μνημονίου εστιάζει η γερμανική κυβέρνηση και υπό τον νέο υπουργό Οικονομικών Ολαφ Σολτς, όπως προέκυψε στην πρώτη συνάντηση γνωριμίας που είχε χθες με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο στο Βερολίνο, ενώ η διευθέτηση του χρέους παραπέμπεται για αργότερα.
«Οι αποφάσεις θα ληφθούν με το τέλος του προγράμματος στις 20 Αυγούστου. Τότε θα ασχοληθούμε με το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους», ανέφερε εκπρόσωπος του Σολτς μετά τη συνάντηση των δύο υπουργών στο Βερολίνο.
«Θα περιμένουμε την τελική ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μέχρι τις θερινές διακοπές», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος, παραπέμποντας σε ένα «αξιόπιστο αναπτυξιακό πρόγραμμα» που πρέπει να παρουσιάσει η Ελλάδα.
Από την πρώτη συνάντηση γνωριμίας Σολτς – Τσακαλώτου έμειναν μόνο φωτογραφίες, δηλώσεις δεν έγιναν. Για τον νέο γερμανό υπουργό Οικονομικών είναι εύλογο να μη θέλει να εκτεθεί στους δημοσιογράφους με ανοιχτό το θέμα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Το επιτελείο του Σολτς είναι νέο, ο καθ’ ύλην αρμόδιος υφυπουργός Γεργκ Κούκις δεν συμπλήρωσε καν μήνα στη θέση του.
Ο Ολαφ Σολτς, εκ φύσεως λιγομίλητος, έχει πρόσθετους λόγους να αποφεύγει δημόσιες δηλώσεις για την Ελλάδα για να μην εκτεθεί στους σκεπτικιστές, Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές της συμπολίτευσης που είχαν καταψηφίσει το ελληνικό πρόγραμμα, αλλά στο μεταξύ και στην αξιωματική αντιπολίτευση του AfD που καραδοκεί για την ευκαιρία να αξιοποιήσει ένα ελληνικό στραβοπάτημα της κυβέρνησης της Μέρκελ.
Αλλά και εκ πεποιθήσεως ο Ολαφ Σολτς – πεπεισμένος οπαδός των μηδενικών ελλειμμάτων, όπως επανέλαβε την Τετάρτη – δεν θα ακολουθήσει διαφορετική γραμμή έναντι της Ελλάδας από εκείνη που τήρησε η προηγούμενη κυβέρνηση στην τελευταία περίοδο. Και η στάση του Βερολίνου συνοψιζόταν στη γραμμή: ενθάρρυνση και στήριξη της Αθήνας για την ολοκλήρωση του προγράμματος. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος θα ακολουθήσει μια νέα έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Και σε αυτήν τη βάση θα ληφθούν – εάν χρειαστούν – πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών περιμένουν ότι η Ελλάδα θα κλείσει και την επόμενη αξιολόγηση που είναι προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του προγράμματος, ώστε να βρεθεί και μια συνετή λύση για τη διαχείριση του χρέους. Περιμένουν ότι η ελληνική κυβέρνηση μετά το τέλος του προγράμματος θα κάνει αυτά που πρέπει, όχι επειδή θα τα ζητούν η Ευρωζώνη και ο ESM, αλλά επειδή θα χρειάζεται χρηματοδότηση από τις αγορές για την εξυπηρέτηση του χρέους και για την κοινωνική της πολιτική, που της είναι ιδιαίτερα σημαντική. Υπό την πίεση αυτή, θα είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί μια συνετή πολιτική πορεία.
Επειδή η διάρκεια επιτήρησης είναι συνάρτηση της αποπληρωμής του χρέους με την επιμήκυνση της αποπληρωμής, η Ελλάδα θα παραμείνει για μεγάλο διάστημα υπό το άγρυπνο μάτι των πιστωτών της. Τούτων δοθέντων, καθοριστικό είναι να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της και να αυτοχρηματοδοτείται από τις αγορές.
Πάντως, παραμένει το αγκάθι της συμμετοχής του ΔΝΤ, για την οποία είχε δεσμευτεί ο Σόιμπλε στη Βουλή και θα πρέπει να διεκπεραιώσει ο Σολτς. Άλλα περιθώρια δεν υπάρχουν για μετάθεση της απόφασης, που συνδέεται από το ΔΝΤ με τη λήψη μέτρων για το χρέος, ωστόσο παραμένει η απόκλιση μεταξύ του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων πιστωτών της Ελλάδας, η οποία οφείλεται στη διαφορετική εκτίμηση της πορείας της οικονομίας και των βασικών οικονομικών μεγεθών.
Ελάχιστες αποκλίσεις επηρεάζουν σημαντικά τον υπολογισμό της βιωσιμότητας του χρέους, για την ελάφρυνση του οποίου υπάρχουν πολλές προτάσεις στο τραπέζι, από τον ESM, το ΔΝΤ, τη γαλλική πλευρά.
Μόνο δεδομένο για τη Γερμανία είναι η σαφής απόφαση για μια νέα έκθεση βιωσιμότητας του χρέους και η λήψη μέτρων – εάν θεωρηθούν αναγκαία – μετά το τέλος του προγράμματος. Πάντως δεν υπάρχει αυτοματισμός για τη λήψη των μέτρων χρέους. Η αισιοδοξία του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών εδράζεται στο παράδειγμα της Πορτογαλίας που έδειξε πως όταν εγκαταλείπεται η πορεία της δημοσιονομικής εξυγίανσης και μοιράζονται απερίσκεπτα χρήματα, πολύ γρήγορα εκτινάσσονται και τα επιτόκια εξυπηρέτησης του χρέους.
Αυτός είναι ο διορθωτικός ρόλος των αγορών. Δεν υπάρχει πλέον πρόγραμμα με σαφείς προδιαγραφές μέτρων υπό την απειλή διακοπής της χρηματοδότησης, αλλά είναι οι αγορές που παρεμβαίνουν με ψηλότερα έως απαγορευτικά επιτόκια.