Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε σωφρονιστικός υπάλληλος, ο οποίος απολύθηκε καθώς συνελήφθη -εκτός φυλακής- να κατέχει 0,9 γραμμάρια ηρωίνης και ζητάει να ακυρωθεί η πειθαρχική απόφαση με την οποία απολύθηκε.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την πειθαρχική απόφαση, ο σωφρονιστικός υπάλληλος την ηρωίνη την κατείχε με «προφανή σκοπό να την εισάγει στο σωφρονιστικό κατάστημα», ενώ κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν προς ιδίαν χρήση, και δήλωσε τοξικομανής από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του.
Από το Εφετείο Κακουργημάτων καταδικάστηκε σε κάθειρξη 7 ετών για διακίνηση απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών εκτός σωφρονιστικού καταστήματος και του επιβλήθηκε παράλληλα χρηματικό πρόστιμα ύψους 10.000 ευρώ, ενώ κηρύχθηκε αθώος από την κατηγορία της απόπειρας εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών σε φυλακή. Να σημειωθεί ότι η ποινική απόφαση δεν είναι αμετάκλητη.
Αναλυτικότερα, αστυνομικοί της υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από παρακολουθήση 4 μηνών, ένα βράδυ του Ιουνίου 2014 και ενώ ο σωφρονιστικός υπάλληλος είχε ξεκινήσει από το σπίτι του για να πάει να αναλάβει βάρδια, συνελήφθη από αστυνομικούς. Κατείχε 0,9 γραμμάρια ηρωίνης, τα οποία κατά την σύλληψή του τα πέταξε, ενώ όπως αναφέρεται, πριν φύγει από το σπίτι του, είχε ήδη κάνει ήδη χρήση κάνναβης. Κατά την έρευνα που έγινε στο σπίτι του, βρέθηκαν υπολείμματα κάνναβης σε φούντα μέσα σε ποσότητα καπνού, 1 γραμμάριο ηρωίνης, 9,7 γραμμάρια φούντα κάνναβής μέσα σε σακούλα στο γραμματοκιβώτιο, ενώ βρέθηκαν κάρτες SIM κινητών τηλεφώνων διαφόρων εταιρειών.
Οι μαρτυρίες είναι αντιφατικές για το σωφρονιστικό υπάλληλο, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Κρατούμενοι κατέθεσαν ότι η τιμή της ηρωίνης που προμήθευε ο συγκεκριμένος σωφρονιστικός υπάλληλος μέσα στις φυλακές, ήταν 180 ευρώ το γραμμάριο και από το ποσό αυτό ο μεσάζον κρατούμενος είχε μίζα 50 ευρώ.
Ακόμη, κατατέθηκε από κρατούμενο, ότι ο σωφρονιστικός υπάλληλος διένειμε διάφορα ναρκωτικά σε κρατούμενους (ηρωίνη, χασίς και χάπια) και ότι έκρυβε τα ναρκωτικά μέσα σε πακέτα από τσιγάρα για να τα δώσει στους κρατούμενους, ενώ η προμήθεια για εξασφάλιση κινητού τηλεφώνου έφτανε τα 2.500 ευρώ.
Παράλληλα, πρώην συνάδελφοί του κατέθεσαν ότι ήταν γνωστή η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, αλλά ουδέποτε υπήρξε πληροφορία ή υποψία ότι έδινε ναρκωτικά σε κρατούμενους. Ακόμη, λόγω της γνωστής εξάρτησής του, υποστηρίχτηκε ότι κατά την είσοδό του στη φυλακή υπόκειτο σε αυστηρούς ελέγχους. Δηλαδή, σημειώνεται ότι εάν επιχειρούσε να εισέλθει στο κατάστημα κράτησης με ναρκωτικά θα γινόταν σίγουρα αντιληπτός από τους θυρωρούς στην πύλη.
Ο σωφρονιστικός υπάλληλος υποστηρίζει ότι όσα σε βάρος του αναφέρουν οι κατάδικοι είναι σκευωρία κρατουμένων οι οποίοι αφενός προσπάθησαν να ευεργετηθούν από την δήθεν συνεργασία τους με τις Αρχές και αφετέρου να εκδικηθούν τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, ενώ επισημαίνει ότι η πειθαρχική απόφαση είναι αντισυνταγματική, παράνομη, αναιτιολόγητη και αντιφατική.