Με καθάριο βλέμμα, με φωνή που σιωπά όταν οι ερωτήσεις αγγίζουν ευαίσθητες χορδές της ψυχής και ηρεμία, που σε καμία περίπτωση δε μαρτυρά πως επί 167 ημέρες παρέμεινε κρατούμενος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας της γείτονος, ο λοχίας Δημήτρης Κούκλατζης ανοίγει την ψυχή του και μιλάει με ειλικρίνεια, σε μία βαθιά ανθρώπινη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στην ανταποκρίτρια μας στην Αλεξανδρούπολη Λαμπρινή Παπαδημητρίου. Δίπλα του καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας, ως άλλοι φύλακες άγγελοι, οι γονείς του Νίκος και Σοφία. Ήρεμοι, μετά από σχεδόν 5,5 μήνες, καταθέτουν τη δική τους αλήθεια, σκιαγραφώντας μέσα απ΄ τις απαντήσεις τους, το χρονικό μιας απρόσμενης αλλά με αίσιο τέλος περιπέτειας.
Ο στρατός είναι η επιλογή να υπερασπίζεσαι την πατρίδα
«Ο στρατός είναι οικογένεια και ξέρεις ότι ποτέ δεν είσαι μόνος. Εμπιστεύεσαι και τη ζωή σου ακόμη σε συναδέλφους, στην ηγεσία. Οπότε δε φοβηθήκαμε ούτε στιγμή» λέει στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο λοχίας Δημήτρης Κούκλατζης. «Ξάφνιασμα ήταν το πρώτο συναίσθημα τη στιγμή της σύλληψης, όχι φόβος… Ο στρατός είναι η επιλογή να υπερασπίζεσαι την πατρίδα σου. Είναι επιλογή μου να υπηρετώ και να ζω στα σύνορα της χώρας» προσθέτει .
Ο Δημήτρης μιλάει στο ΑΠΕ ΜΠΕ με αγάπη για την πόλη του: «Αγαπώ την πόλη μου την Ορεστιάδα, πιστεύω ότι είναι η ομορφότερη της Ελλάδας και δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού. Ο στρατός μου δίνει τη δυνατότητα καθημερινά να υπερασπίζομαι αυτά που αγαπώ περισσότερο, την οικογένεια, την πατρίδα, την πόλη. Ίσως σ’ αυτή την επιλογή με επηρέασαν τα ξαδέρφια μου γιατί είναι όλοι στρατιωτικοί. Ίσως μου άρεσαν τα δύσκολα… ». Η συζήτηση πηγαίνει γρήγορα στην επί 167 ημέρες κράτηση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών-του Δημήτρη και του Αγγέλου
Η κράτηση, οι αιτήσεις αποφυλάκισης, η ελπίδα
«Είχα κάνει ένα ημερολόγιο και έσβηνα την κάθε μέρα που περνούσε. Έτσι δε χάνεται ο χρόνος» λέει ο Δημήτρης στο ΑΠΕ ΜΠΕ . «Κυρίως διαβάζαμε και συζητούσαμε με τον Άγγελο για διάφορα θέματα. Σίγουρα ήταν πολύ σημαντικό το ότι δεν ήμουν μόνος. Το να είσαι μόνος, να μην έχεις κάποιον να μιλήσεις είναι πολύ δύσκολο. Πώς να περάσουν οι ώρες, οι μέρες… Είχαμε απεριόριστο χρόνο να σκεφτούμε. Τα σκεφτόμουν όλα, την οικογένεια, το μέλλον, τη χώρα. Όλα ήταν συνέχεια στη σκέψη μου… Το δυσκολότερο ήταν η αβεβαιότητα για το πότε θα φύγουμε… Όταν πήγαμε στον εισαγγελέα, στο αυτόφωρο, τότε καταλάβαμε ότι δεν θα τελειώσει γρήγορα το θέμα… Σε κάθε αίτημα αποφυλάκισης υπήρχε η ελπίδα, ότι ίσως αυτή είναι η φορά που θα φύγουμε. Μετά από κάθε απόρριψη δεν πέφταμε ψυχολογικά, απλά περιμέναμε την επόμενη αίτηση. Κάθε μήνα περιμέναμε ότι θα γίνει κάτι καινούριο. Είχαμε πάντα την ελπίδα, δεν μας έριχνε ψυχολογικά. Λέγαμε, εντάξει δεν έγινε αυτό το μήνα θα γίνει τον επόμενο, κι έτσι πηγαίναμε από μήνα σε μήνα… Προσωπικά δεν απογοητεύτηκα ποτέ. Κουράγιο και αισιοδοξία μας έδιναν η πρόξενος που μας έλεγε για τις προσπάθειες που γίνονται και οι γονείς μας. Έτσι ελπίζαμε και περιμέναμε».
Η ενημέρωση, οι επισκέψεις, οι εκατοντάδες κάρτες
«Όχι, δεν είχαμε εικόνα για τις διαστάσεις που είχε πάρει η σύλληψή μας. Ξέραμε ό,τι μας έλεγαν οι γονείς στα επισκεπτήρια και η κ. πρόξενος» λέει στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο λοχίας Κούκλατζης . «Δεν φανταζόμουν ότι θα είχε πάρει τόσο μεγάλη έκταση. Δεν το περιμέναμε ότι θα ξεπερνούσε τα όρια της Ελλάδας… Οι επισκέψεις της πολιτικής ηγεσίας σίγουρα μας ανέβασαν ψυχολογικά. Μας ανέβασε ότι προσπαθούν, ότι είναι δίπλα μας η κυβέρνηση, η χώρα, όλη η Ευρώπη. Από τις επισκέψεις αυτές μάθαμε ότι η κατάσταση ήταν σοβαρή, ότι γίνονται προσπάθειες και ότι σύντομα η περιπέτεια θα τελειώσει… Η Θεία Κοινωνία ήταν κάτι ξαφνικό. Δεν το περιμέναμε. Δεν ξέραμε ότι θα έρθει ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης κ. Αμφιλόχιος. Το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη, εγώ αισθάνομαι ότι το είχα ανάγκη. Ήταν Πάσχα και ήταν ευλογία… Το πρώτο γράμμα που πήραμε στη φυλακή το έστειλε ένας 11χρονος από το Ναύπλιο. Το έστειλε στις 11 Μαρτίου και το πήραμε το Πάσχα. Δεν γνωρίζαμε ότι θα δεχθούμε κάρτες και γράμματα. Μετά είδαμε τον κόσμο που ήταν δίπλα μας. Άγνωστος κόσμος που έστελνε ευχές για καλή Ανάσταση κ.α. Κάρτες και γράμματα απ’ όλη τη χώρα, απ’ όλο τον κόσμο, από τον Καναδά, την Αμερική, τη Γαλλία… Τα έχουμε πάρει όλα μαζί μας φεύγοντας…».