Καταφύγια που έσωσαν τις ζωές πολλών Πατρινών παραμένουν ακόμα «ζωντανά» μέσα στο κέντρο της πόλης. Η Γιώτα Καραλή θυμάται και περιγράφει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ τη ζωή μέσα στα καταφύγια κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών.
Καταφύγια που χρησιμοποιήθηκαν αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, το 1940, για να προστατευθούν οι κάτοικοι της Πάτρας από τους βομβαρδισμούς των ιταλικών αεροπλάνων, παραμένουν ακόμα «ζωντανά», για να θυμίζουν ένα μέρος της ιστορίας της πόλης. Όπως παραμένουν ζωντανές στη μνήμη των Πατρινών, που βρίσκονται ακόμα στη ζωή, οι στιγμές αγωνίας και φόβου που βίωσαν εκείνες τις ημέρες.
Η Γιώτα Καραλή, σύζυγος του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Καραλή, περιγράφει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τα όσα έζησε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, νοιώθω ακόμα και σήμερα έναν απίστευτο τρόμο και μια απέραντη αγωνία, κάθε φορά που ακούω τις σειρήνες να ηχούν για δοκιμαστικούς πια λόγους».
Περιγράφοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Γιώτα Καραλή τις πρώτες ημέρες του πολέμου και τη ζωή στα καταφύγια της Πάτρας λέει:
«Δεν μπορώ να γνωρίζω πότε ακριβώς φτιάχτηκαν τα καταφύγια. Ήμουν μικρή κοπελίτσα όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Θεωρώ πως η τότε κυβέρνηση διέβλεπε ότι ο πόλεμος ήταν προ των πυλών και είχε προετοιμαστεί για την επίθεση.
Όταν λοιπόν κηρύχθηκε ο πόλεμος, η μητέρα μας μάς έδωσε χρήματα για να πάμε μαζί με τα δύο μικρότερα από τα αδέλφια μου, σε φιλικό μας σπίτι στην Περιβόλα, που τότε ήταν προάστιο της Πάτρας, ώστε να γλυτώσουμε από τους βομβαρδισμούς. Μαζί μας ήταν και η καθηγήτρια των Οικοκυρικών στο Γυμνάσιο Θηλέων, που τότε βρισκόταν στον λόφο πίσω από το Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας. Όμως εμείς από τον φόβο μας, αφού ακούγαμε τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν την πόλη, αντί να πάμε στην Περιβόλα, ανεβήκαμε μέχρι τη Βαλατούνα, ένα χωριό αρκετά χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα, στις πλαγιές του Παναχαϊκού όρους.
Η μητέρα και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου νόμιζαν πως είχαμε σκοτωθεί και έψαχναν να μας βρουν στα κοιμητήρια , όπου μετέφεραν όσους είχαν σκοτωθεί από τις βόμβες. Μέχρι που τους ειδοποίησε ένας οικογενειακός φίλος, πως μας είχε δει να πηγαίνουμε προς τη Βαλατούνα και κάπως ηρέμισαν. Στο χωριό αυτό δεν μείναμε πολύ, καθώς με πείραξε το φαγητό που μας προσέφεραν, με όλη τους την καρδιά οι φίλοι που μας φιλοξενούσαν, και έτσι επιστρέψαμε στην πόλη και στους συνεχιζόμενους βομβαρδισμούς.
Γύρω από το σπίτι μας, που βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της Άνω Πόλης, απέναντι από το Αρχαίο Ωδείο, υπήρχαν αρκετά καταφύγια. Ένα από τα μεγαλύτερα είχε δημιουργηθεί κάτω από το Γυμνάσιο Θηλέων, δίπλα από το δημοτικό βρεφοκομείο. Είχε δύο εισόδους, η μία δίπλα από τον ναό των Εισοδίων και η άλλη επί της οδού Παντοκράτορος, απέναντι από το Αρχαίο Ωδείο. Άλλα καταφύγια είχαν διαμορφωθεί σε υπόγεια κοντινών μας σπιτιών: στη διασταύρωση των οδών Παλαιών Πατρών Γερμανού και Σωτηριάδου (οικία Κούλη, η οποία δεν υπάρχει πια, αφού έχει απαλλοτριωθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία), στην κορυφή των σκαλών της οδού Πατρέως (οικία Ραβαζούλα που και αυτή έχει κατεδαφιστεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία) και το υπόγειο της μαιευτικής κλινικής Λάζαρη, απέναντι από τον ναό της Παντάνασσας.
Μόλις ακουγόταν η σειρήνα του συναγερμού, τρέχαμε όλοι να κρυφτούμε σε αυτά. Ομολογώ πως φοβόμουν πάρα πολύ και κυριολεκτικά εξαφανιζόμουν από προσώπου γης όταν άκουγα τον ήχο της σειρήνας. Μάλιστα, εκείνο τον καιρό, με το τρέξιμο που έκανα για να βρεθώ στο καταφύγιο, μάλλον πρέπει να είχα καταρρίψει όλα τα ρεκόρ του Κυριακίδη, που τότε ήταν φημισμένος δρομέας.
Η μητέρα και τα περισσότερα από τα αδέλφια μου, (ήμασταν οκτώ παιδιά στην οικογένεια) δεν έρχονταν μαζί μας στο καταφύγιο. Η μητέρα μου κατέβαινε στο υπόγειο του σπιτιού μας, ενώ τα μεγαλύτερα αδέλφια μου στέκονταν στο επάνω μέρος των σκαλών Γιογκαράκη, καθώς και στις σκάλες της οδού Πατρέως και από εκεί παρακολουθούσαν τα σημεία της πόλης, όπου έπεφταν οι βόμβες .
Εγώ έτρεχα στα καταφύγια, μαζί με δεκάδες άλλους ανθρώπους, όλων των ηλικιών. Καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο, σαν τις σαρδέλες. Ακούνητοι και αμίλητοι. Πολλές φορές, ιδιαίτερα την ώρα του βομβαρδισμού, κρατούσαμε ακόμα και την αναπνοή μας και τεντώναμε τα αυτιά μας, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πού πέφτει η βόμβα.
Οι μητέρες κρατούσαν αγκαλιά τα μωρά και προσπαθούσαν να τα καθησυχάσουν, ώστε να μην κλαίνε. Δεν μιλούσαμε μεταξύ μας, λες και φοβόμαστε πως θα ακούσουν οι εχθροί πού ακριβώς κρυβόμαστε και θα μας ρίξουν επάνω μας τη βόμβα. Μπορούσαν να περάσουν και δύο ώρες, έως ότου να σημάνει η λήξη του συναγερμού. Τότε βγαίναμε μουδιασμένοι για να γυρίσουμε στα σπίτια μας ή στις δουλειές τους ο καθένας, ως την επόμενη φορά που θα ηχούσαν πάλι οι σειρήνες και θα τρέχαμε όλοι να κρυφτούμε στο καταφύγιο. Και αυτό γινόταν συνεχώς. Όλη την ημέρα ήμασταν με τεντωμένα τα αυτιά μας, για να προλάβουμε να κρυφτούμε, ώστε να μην μας προλάβουν ακάλυπτους τα αεροπλάνα που βομβάρδιζαν».
Ένα από τα πρώτα καταφύγια που σώζεται μέχρι σήμερα βρίσκεται κάτω από την πλατεία των Υψηλών Αλωνίων. Δίπλα από τις σκάλες που ενώνουν την πλατεία με τον πεζόδρομο Τριών Ναυάρχων υπάρχουν δύο πόρτες. Αυτές είναι οι είσοδοι του καταφυγίου, το οποίο αποτελείται από τρεις στοές, που συνδέονται μεταξύ τους σε σχήμα «Π». Μέσα στο καταφύγιο, που έχει έκταση περίπου 200 τ.μ., υπάρχουν πέντε μικροί θάλαμοι. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από πέτρα, ενώ διατηρούνται ακόμα οι παλαιές εγκαταστάσεις φωτισμού.
Επίσης, ως καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν υπόγεια μεγάλων σπιτιών, που εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να παραμένουν όρθια μέσα στο κέντρο της πόλης, ενώ πολλά από αυτά τα κτίρια είναι ακόμα λειτουργικά.
Στην πλατεία των Υψηλών Αλωνίων υπάρχει ακόμα το κτίριο όπου προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά, λειτουργούσε ο κινηματογράφος «Ούφα». Το μεγάλο υπόγειό του χρησιμοποιείτο για να προστατευθούν οι κάτοικοι από τις βόμβες.
Κατεβαίνοντας κάποιος τη λεωφόρο Δ. Γούναρη προς το παλιό λιμάνι, συναντά το δικαστικό μέγαρο, το οποίο διαθέτει ένα μεγάλο υπόγειο, που χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Ακριβώς απέναντι, στη διασταύρωση των οδών Δ. Γούναρη και Κορίνθου, βρίσκεται το παλιό τριώροφο κτίριο, όπου σήμερα στεγάζεται η «Πολυφωνική» χορωδία της Πάτρας. Και το υπόγειο του συγκεκριμένου κτιρίου χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο, με τις εισόδους να είναι και σήμερα ορατές, δίπλα ακριβώς από το πεζοδρόμιο.
Λίγα μόλις μέτρα πιο μακριά, στη διασταύρωση των οδών Κανακάρη και Βότση, υπάρχει μία κλινική που λειτουργεί πριν από το πόλεμο. Το υπόγειο και αυτού του τριώροφου χρησιμοποιήθηκε για την προστασία των κατοίκων.
Δίπλα από τη πλατεία Γεωργίου, στη διασταύρωση των οδών Μαιζώνος και Ερμού, στέκεται ακόμη το κτίριο της οικογένειας Ηλιόπουλου, όπου στο ισόγειο εξακολουθούν να λειτουργούν καταστήματα. Και το υπόγειο αυτού του κτιρίου, με είσοδο από την οδό Ερμού, έσωσε τις ζωές πολλές Πατρινών.
Επίσης επί της οδού Μαιζώνος, υπάρχει το μεγάλο κτίριο, όπου μέχρι πριν από λίγα χρόνια στεγάζονταν τα Αρσάκεια σχολεία και σήμερα χρησιμοποιείται από το δήμο. Στο υπόγειό του έβρισκαν καταφύγιο εκατοντάδες Πατρινοί, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως νοσοκομείο. Μάλιστα, οι μεγάλοι κόκκινοι σταυροί στους εξωτερικούς τοίχος είναι ακόμα και σήμερα ευδιάκριτοι.
Ως καταφύγιο χρησιμοποιήθηκε και υπόγειο του ιστορικού ιερού ναού της Παντάνασσας, όπου πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασης των ζημιών από τον σεισμό του 2008.
Συγκεκριμένα, στο υπόγειο που βρίσκεται στο δεξιό κωδωνοστάσιο κάτοικοι της περιοχής βρήκαν καταφύγιο σώθηκαν από τις βόμβες. Δίπλα από τον ιερό ναό της Παντάνασσας υπάρχει ακόμα το κτίριο της πρώην κλινικής Λάζαρη, όπου και σε αυτό το υπόγειο βρήκαν καταφύγιο πολλοί Πατρινοί.
Σε μικρή απόσταση, απέναντι σχεδόν από το Αρχαίο Ωδείο, υπάρχει ένα διώροφο επιβλητικό κτίριο, γνωστότερο ως οικία Γαλανόπουλου, όπου διαθέτει ένα μεγάλο υπόγειο και χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Το κτίριο αυτό λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα, ως χώρος εστίασης.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων εκείνης της εποχής, όπως σώζονται στο μουσείο Τύπου της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων, τα καταφύγια λειτουργούσαν βάσει κανονισμού, τον οποίο έπρεπε να τηρούν οι πολίτες.
Ειδικότερα, ζητείτο να μην καπνίζουν, ώστε «να μην αποστερείτε τους άλλους και τον εαυτό σας από τον υπάρχοντα αναπνεύσιμο αέρα».
Επίσης, στον κανονισμό αναφερόταν ότι «παλληκαρισμοί και επιδείξεις θάρρους είναι άσκοποι και επιβλαβείς», όπως ακόμη ότι «επιβάλλεται η δημιουργία ευχαρίστου ατμόσφαιρας ιδίως από μέρους των ανδρών προς τόνωσιν του ηθικού των».