Ακόμη ένα σπίτι κατέρρευσε στο κέντρο της Αθήνας. Αυτή την φορά ήταν στην Πνύκα με τους κατοίκους να βγαίνουν έντρομοι από τα σπίτια τους αλλά ευτυχώς να μην υπάρχει κανείς τραυματισμός.
Δύο ημέρες μετά την κατάρρευση του σπιτιού στο Γκάζι ακόμη ένα σπίτι κατέρρευσε λίγο μετά τις 10:00 το πρωί της Τρίτης στην οδό Ιουλίου Σμιθ. Ευτυχώς δεν υπήρχαν περαστικοί την ώρα της κατάρρευσης και έτσι δεν υπήρξαν θύματα.
Περισσότερα από 1.400 είναι τα εγκαταλελειμμένα κτήρια της Αθήνας, ένα εκ των οποίων αυτό που κατέρρευσε τα ξημερώματα της Κυριακής επί της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου και Αρτεμισίου, στο Γκάζι.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και σε αυτή το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να εξέπληξε τους κατοίκους οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά είπαν, περίμεναν μια τέτοια εξέλιξη. Άλλωστε, ήταν αρκετές και οι φορές που ο δήμος είχε κληθεί να λάβει μέτρα, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να συμβεί.
Μάλιστα, το ίδιο παραδέχτηκε στον Ελεύθερο Τύπο και ο αντιδήμαρχος Αστικής Υποδομής, Κατασκευών και Κτιριακών Έργων Γιώργος Αποστολόπουλος, αφού, όπως χαρακτηριστικά είπε, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία επίσημη καταγραφή των ετοιμόρροπων κτιρίων, εξηγώντας παράλληλα πως σχετική πρωτοβουλία πάρθηκε πρόσφατα από τον δήμο, βρίσκεται σε εξέλιξη και έτσι δεν μπορεί να αναδείξει το μέγεθος του προβλήματος.
Από τα περίπου 1.400 εγκαταλελειμμένα κτήρια τα 200 έχουν χαρακτηριστεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος ως διατηρητέα, ενώ διπλάσια, δηλαδή σχεδόν 400, είναι αυτά που έχει χαρακτηρίσει το υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέα. Τα υπόλοιπα εκτιμάται πως είναι ακίνητα που είτε δεν έχουν δηλωθεί στο Κτηματολόγιο και φαίνονται ως αγνώστου ιδιοκτήτη είτε πρόκειται για κατοικίες οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου και τα πολλά συμβόλαια κληρονομιάς εγκαταλείφθηκαν από τους κληρονόμους τους.
«Το κτήριο στο Γκάζι είναι ένα από τα εκατοντάδες που βρίσκονται ακριβώς στην ίδια κατάσταση», τόνισε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Πανελλήνιου Συλλόγου Ιδιοκτητών Διατηρητέων Κτιρίων και Μνημείων αρχιτέκτων Νίκος Χαρκιολάκης και πρόσθεσε πως η «ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τους πολίτες αλλά και τους αρμόδιους φορείς οι οποίοι δεν έχουν λάβει δραστικά μέτρα».
Οπως εξήγησε ο κ. Χαρκιολάκης, το αλαλούμ που επικρατεί είναι χαρακτηριστικό, μιας και υπάρχουν περιπτώσεις ιδιοκτητών οι οποίοι ήθελαν να το γκρεμίσουν, ωστόσο λόγω του ότι είναι διατηρητέο, δεν προβλέπεται από τον νόμο. «Πολλοί πιστεύουν ότι οι ιδιοκτήτες δικαιούνται μεταφορά συντελεστή δόμησης, επιδοτήσεων από το κράτος, δάνεια από τράπεζες ενώ τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Οι ιδιοκτήτες στην ουσία είναι απέναντι σε ένα κράτος που τους έχει επιβάλει έναν φόρτο οικονομικό και γραφειοκρατικό χωρίς να μπορούν να το αρνηθούν. Αυτό είναι αντισυνταγματικό. Έχουμε γνωμοδότηση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και νομολογία από το Συμβούλιο Επικρατείας».
Συνολικά, στη χώρα υπάρχουν περίπου 20.000 διατηρητέα. Από αυτά τα 11.500 έχουν χαρακτηριστεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος και τα υπόλοιπα 8.500 από το υπουργείο Πολιτισμού. Ωστόσο, το αλαλούμ με τα «άψυχα» κτίρια της χώρας είναι μάλλον μια ακόμα ευθύνη που δεν θέλει να αναλάβει κανένας φορέας. Μάλιστα, πέρα από το μπαλάκι που πέταξε το υπουργείο Υποδομών, τονίζοντας πως λαμβάνει μέτρα στο κομμάτι της καταγραφής των ζημιών, ίδια τακτική ακολούθησε με τη σειρά της και η Περιφέρεια, αφού «επεμβαίνει» μόνο όταν ζητηθεί από τον δήμο υποστήριξη. Καταλήγοντας στον δήμο, που έχει και την αρμοδιότητα, και στην προκειμένη τον δήμο Αθηναίων, προκύπτει πως δεν έχει γίνει καμία καταγραφή των ετοιμόρροπων κτιρίων, ενώ το μπαλάκι τελικά φαίνεται πως πάλι πέφτει στους ιδιοκτήτες, «οι οποίοι δεν δήλωσαν τα κτίρια και με την κακή νοοτροπία που υπάρχει αφήνουν τους περαστικούς να κινδυνεύουν».
Βέβαια, την ίδια άποψη δεν ασπάζονται και οι γείτονες του κτιρίου, η πρόσοψη του οποίου κατάρρευσε και καταπλάκωσε δύο σταθμευμένα αυτοκίνητα. Κάτοικοι και θαμώνες των καταστημάτων νόμισαν ότι εξερράγη βόμβα και πετάχτηκαν έντρομοι, ενώ, όπως αναφέρουν, σε παράπλευρους δρόμους υπάρχουν αντίστοιχα ετοιμόρροπα κτίρια.